ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΘΕΟ. ΑΥΤΩ Η ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής

καί ἡ αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ

"Τόν δί οἶκτον γενόμενον, ὡς εὐδόκησεν, ἄνθρωπον, ἐν δυσί θελήσεσιν, ἐνεργείαις τέ, κατανοούμενον, Ὅσιε, ἐκήρυξας Μάξιμε, ἀποφράττων μιαρῶν, τά ἀπύλωτα στόματα,μονοθέλητον, μονενέργητον τοῦτον δοξαζόντων..."

(Στιχηρό προσόμοιό του Ἑσπερινοῦ).

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής ἀναδείχθηκε μέγας ὑπέρμαχος τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, ἐναντιωθεῖς σέ ἀποφάσεις αὐτοκρατόρων καί πατριαρχῶν, οἱ ὁποῖοι χάριν πολιτικῶν σκοπιμοτήτων προχώρησαν σέ ἐνέργειες δημιουργίας αἱρετικῶν δοξασιῶν καί ὑπερασπίσεως αἱρετικῶν ὁμάδων καί λαῶν καί συγκεκριμένα τῶν μονοφυσιτῶν, προκειμένου νά τούς προσεταιρισθοῦν, νοθεύοντας τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν ἐξ αὐτοῦ ἀπορρέουσα δυνατότητα ἀνθρωπίνης λυτρώσεως καί σωτηρίας, τήν ὁποία μας ἐχάρισε ἡ Θεία Ἐνανθρώπιση τοῦ Θεοῦ στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Ὡς γνωστόν ἡ Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδος (451) κατεδίκασε τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ, τό αὐτό ἔπραξε καί ἡ Ἔ΄ ἐν Κωνστανινουπόλει (553).

Παρά τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τούς αὐστηρούς νόμους τῶν αὐτοκρατόρων, ὁ μονοφυσιτισμός δέν ἐξαλείφθηκε καί ἔτσι οἱ περιοχές τῆς Συρίας, Παλαιστίνης, Αἰγύπτου, Μεσοποταμίας καί Ἀρμενίας παρέμειναν χωρισμένες ἀπό τό κέντρο τῆς αὐτοκρατορίας, συνέστησαν δέ ἐκκλησίες ἀποκομμένες ἀπό τήν κοινωνία μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.

Κατά τόν ἕβδομο αἰώνα, ἐποχή τῆς ἀραβικῆς ἐξαπλώσεως, τῶν περσικῶν καί ἀβαρικῶν ἐπιδρομῶν, ἡ αὐτοκρατορία ἀντιμετωπίζει μεῖζον πρόβλημα μέ τίς ἀνατολικές μονοφυσιτικές περιοχές, ἀπό τίς ὁποῖες προερχόταν κατά μέγα μέρος καί τό στράτευμα τοῦ αὐτοκράτορος.

Ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος (610-641), Ἀρμένιος στήν καταγωγή καί ὁ πατριάρχης Σέργιος (610-638), Σύρος, μεγάλοι ἡγέτες καί οἱ δυό (διάσωση Κ/πόλεως ἀπό τήν πολιορκία Περσῶν καί Ἀβάρων τό 626 καί ἐπανάκτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τό 630), γιά νά μή χάσει ἡ αὐτοκρατορία τίς ἀνατολικές ἐπαρχίες, θέλησαν νά συγκρατήσουν τούς μονοφυσιτικούς πληθυσμούς μέ θεολογικές ἐκφράσεις οἰκειότερες πρός τόν δικό τους τρόπο κατανοήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί τοῦ κόσμου.

Ἐπί μεγάλο χρονικό διάστημα ἀνεζητεῖτο καί ἐκυοφορεῖτο λύση, πού νά συμβιβάζει τό ὀρθόδοξο - κατά τόν ὄρο τῆς Χαλκηδόνος - δόγμα, μέ τίς μονοφυσιτικές ἀπόψεις πρός ὄφελος τῆς αὐτοκρατορίας.

Ἡ λύση πού ἐπινοήθηκε ἦταν ὁ μονοθελητισμός καί, ὡς συνέπειά του, ὁ μονοενεργητισμός, τοῦ ὁποίου εἰσηγητής ὑπῆρξε ὁ πατριάρχης Σέργιος, ὑποστηρικτής ὁ αὐτοκράτωρ Ἡράκλειος καί ἐκφραστῆς ὁ, διαδεχθεῖς στόν πατριαρχικό θρόνο τόν Σέργιο, Πύρρος (638-642, 654).

Σέργιος καί Πύρρος συντάσουν τήν "Ἔκθεση", μονοθελητικού περιεχομένου, προκειμένου νά ἐπιτευχθεῖ ἡ ἕνωση τῶν μονοφυσιτικῶν ἐκκλησιῶν τῆς ἀνατολῆς μέ τήν αὐτοκρατορία, πού δημοσιεύθηκε τό 638 μέ τήν ὑπογραφή τοῦ Ἡρακλείου καί ἐπικυρώθηκε ἀπό ἐνδημοῦσα στήν Κωνσταντινούπολη Πατριαρχική Σύνοδο, πού συνεκάλεσε ὁ Πύρρος, γιά νά ὑποστηρίξει τίς μονοθελητικές ἀπόψεις.

Ὅμως ἡ λύση αὐτή ἀντί νά ἀποκαθιστᾶ μία ἰσορροπία, ὅπως ἐπεδιώκετο, ἔφερε τόν χριστιανικό κόσμο τῆς αὐτοκρατορίας ἕνα βῆμα πιό κοντά στόν μονοφυσιτισμό. Κι αὐτό γιατί μέ τήν μία θέληση -καί μία ἐνέργεια- ἐν Χριστῷ, ὑπερισχύει τῆς ἀνθρωπίνης Του θελήσεως καί ἐνεργείας ἡ θεία θέληση καί ἐνέργεια, ἡ ἀνθρώπινη καταργεῖται, κι ἔτσι ἡ ἀνθρωπότης τοῦ Χριστοῦ παύει νά συμμετέχει στήν σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ ἄνθρωπος παραμένει σχεδόν ὅπου βρισκόταν πρίν νά γεννηθεῖ ὁ Θεάνθρωπος, παθητικά ὑποταγμένος στό θεῖο θέλημα, χωρίς νά μπορεῖ μέ ἐλεύθερη βούληση νά ἀποφασίσει ὡς ξεχωριστή προσωπικότητα τή σωτηρία του. Τό ἔργο τῆς ἐνανθρωπήσεως μένει στό χῶρο τοῦ συμβόλου καί ὄχι τῆς ἀληθινῆς ἐν ἐλευθερίᾳ ζωῆς.

Ἡ ἐφεύρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ καί μονοενεργητισμού, ὡς "ὀρθόδοξη" λύση, δέν διέφερε ἀπό τήν αἵρεση τοῦ μονοφυσιτισμοῦ. Ὅλα αὐτά δέν τά ὑπολόγισαν οἱ εἰσηγητές τοῦ μονοθελητισμοῦ, στήν προσπάθειά τους νά δώσουν πολιτική λύση στό μεγάλο πρόβλημα πού ἔπρεπε νά ἀντιμετωπίσουν.

Ὁ μοναχός Μάξιμος (580-662), ὅμως, γνωρίζει καλά τίς διαστάσεις τοῦ προβλήματος. Ἕλληνας ἐκ Κωνσταντινουπόλεως, γόνος ἐπιφανοῦς βυζαντινῆς οἰκογένειας, μέ μεγάλη ἐγκυκλοπαιδική καί ἰδιαιτέρως φιλοσοφική παιδεία, σέ ἡλικία 30 ἐτῶν ἀνέλαβε τά καθήκοντα τοῦ πρώτου γραμματέως τοῦ Ἡρακλείου, γρήγορα ὅμως ἀπεσύρθη καί ἐκάρη μοναχός στή μονή Φιλιππικοῦ στή Χρυσούπολη. Μετά δέ δεκαετῆ παραμονή ἐκεῖ, ἐμόνασε ἐπί διετία στή μονή Ἁγίου Γεωργίου τῆς Κυζίκου καί τό 626 ἐξ αἰτίας τῆς ἐπιδρομῆς Περσῶν καί Ἀβάρων ἔφυγε στήν Ἀφρική, ὅπου καί συνδέθηκε μέ τό μοναχό Σωφρόνιο, μετέπειτα Πατριάρχη Ἱεροσολύμων, πολέμιο τοῦ μονοθελητισμοῦ. Στήν Καρχηδόνα, συναντᾶται μέ τόν ἐκθρονισμένο Πατριάρχη Πύρρο, ὁ ὁποῖος εἶχε καταφύγει ἐκεῖ μετά τόν θάνατο τοῦ Ἡρακλείου (642).

Ὁ Μάξιμος σέ δημόσια συζήτηση μέ τόν ἔκπτωτο Πύρρο τό 645 (J.P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 287-354), καί σέ ἐπιστολή τοῦ "πρός Μαρίνον τόν ὀσιώτατον πρεσβύτερον" στήν Κύπρο, τήν ὁποία ἔγραψε τό ἴδιο ἔτος (J. P.Minge, Patrologia Graeca, τ.91, σ. 9-38), διατυπώνει μέ ἐντυπωσιακή εὐκρίνεια τά ἐπιχειρήματά του ἐναντίον τοῦ μονοθελητισμοῦ καί τοῦ μονοενεργητισμοῦ.

Ὁμολογεῖ τίς δυό ἐν Χριστῷ θελήσεις, τήν θεία καί τήν ἀνθρώπινη, καί μᾶς παρουσιάζει τίς ἄμεσες συνέπειες τοῦ ὀρθοδόξου δόγματος στή σωτηρία καί λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, κάτι πού μας ἐνδιαφέρει ἄμεσα στήν ὀρθόδοξη πνευματικότητα. Μέ βάση τίς ἀπόψεις τῶν μεγάλων Πατέρων καί τίς ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν συνόδων καταδεικνύει τήν συγκεκαλυμμένη "ὀρθοδόξως" αἵρεση. "Ἠμεῖς δέ τοίς ἁγίοις Πατράσιν ἑπόμενοι, φαμέν, ὄτιπερ αὐτός (ὁ Χριστός) ὁ τῶν ὅλων Θεός, ἀτρέπτως γενόμενος ἄνθρωπος, οὐ μόνον ὡς Θεός ὁ αὐτός καταλλήλως τή αὐτοῦ θεότητι ἤθελεν, ἀλλά καί ὡς ἄνθρωπος ὁ αὐτός καταλλήλως τή αὐτοῦ ἀνθρωπότητι (ἤθελεν)" (297Β). Δέν εἶναι δυνατόν, τονίζει, καί νά παραμένουμε σταθεροί στίς ἀποφάσεις καί τόν δογματικό ὄρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου περί τῶν δυό ἐν Χριστῷ φύσεων - "Ἕνα καί τόν αὐτόν Χριστόν υἱόν, Κύριον, μονογενῆ, ἐν δυό φύσεσιν ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως, ἀχωρίστως γνωριζόμενον" - καί νά ἑνώνουμε τά θελήματα καί τίς ἐνέργειες σ' ἕνα.

Δέν χωρίζονται οἱ φύσεις ἀπό τίς ἰδιότητες. "Εἰ τό λέγειν τᾶς φύσεις ἄνευ τῆς ἑκάστη προσούσης ἰδιότητος, ἤ Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν Χριστόν, ἄνευ τῶν τῆς τελειότητος γνωρισμάτων, ἀναθεματιζέσθωσαν αἵ σύνοδοι καί πρό τούτων οἱ Πατέρες. Οὐ μόνον τᾶς φύσεις, ἀλλά καί τήν ἑκάστης φύσεως ἰδιότητα, ὁμολογείν ἠμίν νομοθετήσαντες. Καί οὐ μόνον Θεόν τέλειον καί ἄνθρωπον τέλειον τόν αὐτόν, ἀλλά καί τῆς τελειότητος τά γνωρίσματα, τουτέστιν, ὁρατόν καί ἀόρατον τόν αὐτόν καί ἕνα λέγοντες, θνητόν καί ἀθάνατον, φθαρτόν καί ἄφθαρτον, ἁπτόν καί ἀναφή, κτιστόν καί ἄκτιστον. Καί κατ' αὐτήν τήν εὐσεβῆ ἔννοιαν, καί δυό εὐσεβῶς θελήματα τοῦ αὐτοῦ καί ἑνός ἐδογμάτισαν" (300ΑΒ).

Καί "ἤθελεν" ὁ Χριστός, βεβαίως, καί ὑπέταξε ἑκουσίως τήν ἀνθρώπινη θέληση στόν Θεό καί Πατέρα, καί δέν ἤθελε παρά ἐκεῖνο πού ὁ Θεός θέλει. Αὐτός εἶναι ὁ δρόμος καί γιά τόν ἄνθρωπο, νά προσβλέπει πρός τόν Χριστό ὡς πρός τύπο καί ὑπογραμμό τῆς δικῆς του θελήσεως (Ἅ΄ Πέτρ. β΄ 21) καί νά τόν μιμεῖται ἐλευθέρως. "Ὁ αὐτός (Χριστός) ὅλος ἤν Θεός μετά τῆς ἀνθρωπότητος, καί ὅλος ὁ αὐτός ἄνθρωπος μετά τῆς θεότητος ? αὐτός ὡς ἄνθρωπος, ἐν ἐαυτῷ καί δι' ἑαυτοῦ τό ἀνθρώπινον ὑπέταξε τῷ Θεῷ καί Πατρί, τύπος ἠμίν ἑαυτόν ἄριστον καί ὑπογραμμόν διδούς πρός μίμησιν, ἴνα καί ἠμεῖς πρός αὐτόν ὡς ἀρχηγόν τῆς ἠμῶν ἀφορῶντες σωτηρίας, τό ἡμέτερον ἑκουσίως προσχωρήσωμεν τῷ Θεῷ, ἐκ τοῦ μηκέτι θέλειν παρ' ὅ αὐτός θέλει" (305D) (Πρβλ. Ἑβρ. β΄ 10, ἴβ΄ 2).

Στήν ἐπιστολή πρός Μαρίνον ὁρίζει τήν ἔννοια τῆς θελήσεως καί τῆς βουλήσεως ὡς ἐξατομικευμένης καί ἐλλόγου θελήσεως τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία ἀποφασίζει γιά τό περιεχόμενό της μέ μία ἄνευ προηγουμένου ἐλευθερία. Ἐκεῖ ἀναφαίνεται ὁ νέος τύπος τοῦ θέλοντος ἀνθρώπου. Ὁ ἄνθρωπος δέν συνειδητοποιεῖ πιά τή θέλησή του ὡς ἑλκόμενη ἀπό τό ἀντικείμενό της καί τίς ἰδιότητές του (Ἀριστοτέλης), ἀλλά μ ἕνα τρόπο αὐστηρά προσωπικό.

Στη συζήτηση μετά Πύρρου διευκρινίζει ὅτι, ἡ μέν φυσική θέληση εἶναι κοινή σέ ὅλους, ἀλλά τό "πώς θέλειν", ὁ τρόπος δήλ. τῆς χρήσεως, εἶναι προσωπικός καί μάλιστα δημιούργημα τοῦ θέλοντος, ὡς ἀποτέλεσμα τῆς πνευματικῆς ἐσωτερικῆς καλλιέργειας καί ὡριμότητος καί τῆς ὑποταγῆς - ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. "Οὐ ταυτόν τό θέλειν καί τό πώς θέλειν? ὥσπερ οὐδέ τό ὁρᾶν καί τό πώς ὁρᾶν. Τό μέν γάρ θέλειν, ὥσπερ καί τό ὁρᾶν, φύσεώς (ἐστι)? καί πάσι τοίς ὁμοφυέσι καί ὁμογενέσι προσόν? τό δέ πώς θέλειν, ὥσπερ καί τό πώς ὁρᾶν, τουτέστι θέλειν περιπατῆσαι, καί μή θέλειν περιπατῆσαι, καί δεξιά ὁρᾶν, ἤ ἀριστερά, ἤ ἄνω, ἤ κάτω, ἤ πρός ἐπιθυμίαν, ἤ κατανόησιν τῶν ἐν τοίς οὔσι λόγων, τρόπος ἐστί τῆς τοῦ θέλειν καί ὁρᾶν χρήσεως, μόνω τῷ κεχρημένῳ προσόν, καί τῶν ἄλλων αὐτόν χωρίζον, κατά τήν κοινῶς λεγομένην διαφοράν" (293Α). Τό ὁρᾶν ἐδῶ ὡς αἴσθηση κάτ ἐξοχήν οἰκεία στό νοείν, σημαίνει σχεδόν ὅ,τι καί τό θέλειν.

Ὁ θέλων ἄνθρωπος ἔχει ἐκ τῶν προτέρων ἀποφασίσει ὅτι τό βλέμμα τοῦ ἔχει σκοπό νά ἐπιθυμήσει τό ἀντικείμενο ἤ ἀντιθέτως νά δεῖ μέσα σ αὐτό τήν ἐκπεφρασμένη βούληση τοῦ Δημιουργοῦ καί ὁ σκοπός αὐτός εἶναι μόνο αὐτοῦ τοῦ θέλοντος καί κανενός ἄλλου. Ἔτσι ἀναδεικνύεται ἡ μοναδικότης τοῦ θέλοντος καί ἐν συνέχειᾳ τοῦ πράττοντος ἀνθρώπου. Πῶς ὅμως αὐτή ἡ σαφήνεια τῆς μοναδικότητος ἑκάστου μπορεῖ νά ὑποταχθεῖ παθητικά - ἀνενεργά - στή θεία θέληση, πού θά ἤθελε καί θά ἐνεργοῦσε τά ἑαυτῆς ἐρήμην του "κεχρημένου", δηλαδή τῆς συγκεκριμένης ἀνθρωπίνης προσωπικότητος; "Θέλησις γάρ τό αὐτεξούσιον εἶναι" (301C) λέει στόν Πύρρο.

Καί πῶς μπορεῖ νά καταργηθεῖ τό αὐτεξούσιο;

Ὁ νέος τύπος τοῦ θέλοντος ἀνθρώπου, πού εἶναι ὁ νέος ἄνθρωπος, ὁ ἀνακαινισμένος ἐν Χριστῷ, εἶναι ὁ ἀποσπασμένος ἀπό τίς αἰσθήσεις, ὁ ἐλεύθερος ἐσωτερικά. Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἐπιλέγει ἐλευθέρως ἤ νά ζήσει ἀληθινά, ἐλεύθερα καί αἰώνια ἤ νά παραδώσει τήν ἐλευθερία της, ὡς εὐκαιρία γιά ἀληθινή ζωή, καί νά ὑποκλιθεῖ σέ τυράννους γνωστούς καί δοκιμασμένους, τά πάθη, τή ζωή τοῦ κακοῦ ὡς ἕξη (ἀμέλεια καλοῦ ὁρίζει τό κακό ὁ Μάξιμος), τή φθοροποιό τυραννίδα τοῦ διαβόλου.

Ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, βεβαίως, ἔχουν κοινό σκοπό, τή σωτηρία τῶν ὅλων: "πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι" (Ἅ΄ Τίμ. β΄ 4). Ἀλλά δέν εἶναι μία ἡ θέληση τοῦ Θεοῦ καί τῶν ἀνθρώπων, παρ' ὅλο πού εἶναι ἕνα τό θεληθέν καί ἀπό τό Θεό καί ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἡ σωτηρία τῶν σωζομένων. "Εἰ γάρ τοῦ μέν Θεοῦ τό θέλημα φύσει σωστικόν, τό δέ τῶν ἀνθρώπων φύσει σωζόμενον, ταυτόν οὐκ ἄν εἴη ποτέ, τό φύσει σῶζον καί τό φύσει σωζόμενον ? κάν εἷς ἀμφοτέρων σκοπός, ἡ σωτηρία τῶν ὅλων καθέστηκεν ? ὑπό μέν Θεοῦ προβεβλημένη, ὑπό δέ τῶν ἁγίων προηρημένη" (25Β).

Ὁ Θεός προβάλλει τό θέλημά Του, οἱ ἄνθρωποι -οἱ ἅγιοι- τό προαιροῦνται μέ τό δικό τους θέλημα. Ἔτσι, λοιπόν, ὁ Χριστός παρέχει σέ ὅλους τους ἀνθρώπους τή δυνατότητα, ὅπως τό ἀνθρώπινο θέλημά του καί οἱ ἀπορρέουσες ἐνέργειές του, νά γίνονται τόπος, ὑλοποίηση καί τρόπος ὑπάρξεως τοῦ εἶναι. Ἄν καταργεῖται τό ἀνθρώπινο θέλημα καί οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεανθρώπου, πῶς μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νά σωθεῖ;

Συμπερασματικά:

"Εἷς οὔν ἐκ δυό φύσεων ὁ Χριστός, θεότητος τέ καί ἀνθρωπότητος, μονογενής Λόγος καί Υἱός καί Κύριος τῆς δόξης? ἐν αἴς γνωρίζεται καί αἴς ἀληθῶς ὑπάρχων πιστεύεται, δυό τέ φυσικᾶς καί γενικᾶς, καί τῶν ἐξ ὤν ἤν συστατικᾶς κινήσεις, ἤγουν ἐνεργείας ἔχων, ὧν ἀποτελέσματα τά κατά μέρος ἤν ἐνεργήματα, ἐξ αὐτοῦ τέ προβαλλόμενα, καί ὑπ' αὐτοῦ τελειούμενα, χωρίς τομῆς τῶν ἐξ ὤν ὑπῆρχε, καί τῆς οἰασοῦν δίχα συγχύσεως. Οὐ γάρ ὑπομένει τομήν ἤ σύγχυσιν ὁ μηδέποτε τροπαίς ὑποκείμενος, καί πάσι τοίς οὔσι τήν τέ τοῦ εἶναι καί πώς εἶναι διαμονήν τέ καί σύστασιν παρεχόμενος" (36D).

Οἱ ὀρθόδοξες αὐτές θέσεις, εἶναι ἡ μεγάλη προσφορά τοῦ Ἁγίου Μαξίμου στήν πνευματική ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητος. Ὁ Πύρρος, ἀφοῦ ἐξήντλησε ὅλα τά ἀντίθετα ἐπιχειρήματα καί ἀφοῦ ἐπείσθη ἀπό τήν καθαρότητα τῆς σκέψεως τοῦ Ἁγίου Μαξίμου συνεπικουρουμένης ἀπό τούς μεγάλους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὑποσχέθηκε ὅτι θά δηλώσει ἔμπρακτα τή μετάνοιά του στή Ρώμη ἐνώπιον τοῦ Πάπα, πράγμα τό ὁποῖο καί ἔκανε. Μεταμελήθηκε ὅμως ἀργότερα καί ἐπανῆλθε στίς προηγούμενες αἱρετικές ἀπόψεις του, ἐπέστρεψε δέ καί στόν πατριαρχικό θρόνο τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιά λίγους μῆνες (654) ἐπί τοῦ ὁμόφρονος αἱρετικοῦ αὐτοκράτορος Κώνσταντος τοῦ Β΄ (641-668), ἐγγονοῦ τοῦ Ἡρακλείου, ὁ ὁποῖος ἐξέδωσε τόν "Τύπον", διάταγμα ὑπερασπίζον τήν αἵρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ.

Στά τέλη τοῦ 645 ὁ Μάξιμος μετέβη στή Ρώμη μαζί μέ τούς μαθητές του, δυό Ἀναστασίους, Θεόδωρον καί Εὐπρέπιον, ὅπου ἔπεισε τόν Πάπα Μαρτίνο τόν Ἅ΄ νά συγκαλέσει Σύνοδο. Ἀπό κοινοῦ ἀποφάσισαν τή σύγκληση τῆς Συνόδου τοῦ Λατερανοῦ τοῦ 649, ἡ ὁποία κετεδίκασε τήν αἵρεση τῶν μονοθελητῶν, τά αἱρετικά διατάγματα τῶν αὐτοκρατόρων - τήν Ἔκθεση τοῦ Ἡρακλείου καί τόν Τύπο τοῦ Κώνσταντος τοῦ Β΄ - καί ἀνεθεμάτισε τούς ὑπαιτίους καί ἀρχηγούς τῆς αἱρέσεως Σέργιο καί Παῦλο πατριάρχας ΚΠόλεως, Κύρο Ἀλεξανδρείας, Μακάριο Ἀντιοχείας καί Θεόδωρο ἐπίσκοπο Φαρᾶν. Τήν ἐνέργεια αὐτή ὁ αἱρετικός αὐτοκράτορας Κώνστας ὁ Β΄ τήν θεώρησε στάση καί διέταξε τή σύλληψη τοῦ Πάπα Μαρτίνου, καί κατόπιν τοῦ Μαξίμου καί τῶν μαθητῶν του, οἱ ὁποῖοι τό 653 ὠδηγήθηκαν στήν Κωνσταντινούπολη.

Ὁ Ἅγιος Μάξιμος μετά ἀπό πιέσεις, ἀνακρίσεις, φυλακίσεις, βασανιστήρια (κόψιμο τῆς γλώσσης καί τῆς δεξιᾶς χειρός) καί διαδοχικές ἐξορίες, ἐκοιμήθη τή 13η Αὐγούστου τοῦ 662 στό φρούριο Σχίμαρι τῆς Λαζικῆς καί ἐτάφη στή Μονή τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου.

Τά αὐτά ἔπαθαν καί οἱ μαθητές τοῦ ἐξόριστοι σέ φρούρια τῆς Θράκης καί ὁ Ἅγιος Μαρτίνος Πάπας Ρώμης, ὁ Ὁμολογητής, ὁ ὁποῖος ἐκοιμήθη τό 655, ἐξόριστος στή Χερσώνα. Η ΣΤ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος τοῦ 680/681, ἡ ὁποία συνεκλήθη στή Κωνσταντινούπολη, βασιλεύοντος Κωνσταντίνου Δ΄ τοῦ Πωγωνάτου (668-685), μέ τή συμμετοχή ἑκατόν ἑβδομήκοντα Πατέρων, κατεδίκασε τόν μονοθελητισμό καί μονοενεργητισμό καί τούς ἐπιφανέστερους ἐκπροσώπους τους, τόν ἐπίσκοπο Φαρᾶν Θεόδωρο, τόν πάπα Ρώμης Ὀνώριο Ἅ΄, τούς πατριάρχες Κ/Πόλεως Σέργιο, Παῦλο, Πύρρο καί Πέτρο, τόν πατριάρχη Ἀλεξανδρείας Κύρο, τόν Ἀντιοχείας Μακάριο καί Στέφανο τόν μαθητή του, καί Πολυχρόνιο τόν νηπιόφρονα γέροντα "τούς τολμήσαντας ἕν θέλημα καί μίαν ἐνέργειαν δογματίσαι ἔχειν μετά τήν σάρκωσιν τόν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν? οὖς μετά τῶν συμφρονούντων αὐτοίς ἐξέκοψε τῆς Ἐκκλησίας καί ἀνεθεμάτισεν ἡ ἁγία αὔτη σύνοδος ? δυό θελήματα φυσικά, καί δυό ἐνεργείας ὁμοίως ἔχειν μετά τήν σάρκωσιν δογματίσασα, καί κυρώσασα, τόν Κύριον ἠμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, οὐκ ἐν διαιρέσει προσώπων, ἀλλ' ὅτι οὐδεμία φύσις τῶν δυό φύσεων ἐπί Χριστοῦ ἀθέλητος ἤν, ἤ ἀνενέργητος, ἴνα μή, τῶν ἰδιωμάτων τούτων ἑκατέρας τῆς φύσεως ἀναιρουμένων, τῆς ἐνεργείας καί τῆς θελήσεως, καί αἵ φύσεις, ὧν εἰσιν ἰδιώματα, συναναιρεῖσθαι δοκώσιν" (Ζωναρᾶς).

Ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαξίμου, τοῦ Ὁμολογητοῦ, τήν 21η Ἰανουαρίου (τιμητική μνήμη μέσα στό μήνα τῶν Μεγάλων Πατέρων), τή 13η Αὐγούστου, ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του (ποῦ τό Συναξάρι ἐσφαλμένως ἀναγράφει μνήμη τῆς μεταθέσεως τοῦ Λειψάνου του;) καί τήν 20ή Σεπτεμβρίου μετά τῶν μαθητῶν τοῦ Ἀναστασίου, Ἀναστασίου ἑτέρου, Θεοδώρου καί Εὐπρεπίου καί τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, Πάπα Ρώμης, τοῦ Ὁμολογητοῦ (ἡ μνήμη τοῦ Ἁγίου Μαρτίνου, τιμᾶται καί χωριστά τή 13η Ἀπριλίου).

Δεν υπάρχουν σχόλια: