Οι αιρετικοί, και κυρίως οι Αριανιστές, που αποκομμένοι από την πίστη της Εκκλησίας του Χριστού θεωρούν τον Κύριο Ιησού Χριστό "κτίσμα", αδυνατούν να αντιληφθούν την πραγματική έννοια της Βασιλείας του Θεού. Γιατί την περιορίζουν σε χώρο και χρόνο, και με ανθρωπομορφικό τρόπο αναζητούν κοσμικού τύπου εξουσίες και υπηκόους. Στο άρθρο αυτό λοιπόν, θα δούμε κάποιες διακρίσεις όσον αφορά τη Βασιλεία του Θεού κατά τη Χριστιανική πίστη, και την ισοτιμία της Βασιλείας του Χριστού με τη βασιλεία του Θεού Πατρός.
1. Η Βασιλική εξουσία του Γιαχβέ
Προς τούτο, αν εξετάσουμε τις ιδιότητες που εμφανίζονται και αποδίδονται μέσα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής στον Ιησού Χριστό και τις συγκρίνουμε με τις ιδιότητες όπως εκφράζονται και αποδίδονται στον Γιαχβέ Πατέρα στην Παλαιά Διαθήκη, κυρίως, αλλά και στον Θεό Πατέρα γενικότερα, θα διαπιστώσουμε ότι ταυτίζονται. Ομοίως, ταυτίζεται και η βασιλική ιδιότητα του Θεού, δηλαδή ότι ο Θεός είναι Βασιλεύς με την απόλυτη έννοια της λέξης. Κάτι που ισχύει και για τον Πατέρα, και για τον Υιό.
Περιληπτικά εδώ να πούμε, ότι ο Θεός είναι βασιλεύς αιώνιος. Επί παραδείγματι, στον 146 (145) Ψαλμό, κατά την μετάφραση των Ο΄, στο 10ο εδάφιο αναφέρει ο Ψαλμωδός: «βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα, ο Θεός σου, Σιών, εις γενεάν και γενεάν». Ότι δηλαδή ο Κύριος βασιλεύει και θα βασιλεύει αιωνίως εις τον αιώνα και σε όλες τις γενεές. Όμοια στον 9ο Ψαλμό στο 37ο εδάφιο κατά τη μετάφραση των Ο΄, ή στον 10ο ψαλμό, στίχο 16 κατά το Μασοριτικό κείμενο, αναφέρει ο ψαλμωδός κάτι ανάλογο: «βασιλεύσει Κύριος εις τον αιώνα και εις τον αιώνα του αιώνος, απολείσθε έθνη εκ της γης αυτού». Με την έκφραση: "εις τον αιώνα του αιώνος", συχνά η Αγία Γραφή περιγράφει το ατελεύτητο, το αιώνιο, το χωρίς χρονικά όρια διάστημα. Όμως στην Παλαιά Διαθήκη ο Κύριος ο Θεός, ο Γιαχβέ όπως αναφέρεται στο Εβραϊκό Μασοριστικό κείμενο, δεν αναφέρεται μόνον ως «Βασιλεύς αιώνιος» αλλά αναφέρεται και ως «ο μέγας Βασιλεύς», δηλαδή ο Βασιλεύς με την απόλυτη έννοια του όρου, την έννοια που περιλαμβάνει κάθε κυριαρχική ιδιότητα και εξουσία. Έτσι στον ψαλμό 95ο κατά το Μασοριτικό κείμενο ή τον 94ο κατά τη μετάφραση των Ο΄ και εδάφιο 3, διαβάζουμε: «ότι Θεός μέγας Κύριος και Βασιλεύς μέγας επί πάσαν την γην». Είναι λοιπόν ο Κύριος «Θεός μέγας» και «Βασιλεύς μέγας». Το ίδιο μας λέγει και ο προφήτης Μαλαχίας, ή μάλλον ο Θεός διά του στόματος του προφήτου Μαλαχία, όπως φαίνεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης, 1ο κεφ. και στίχο 14. Διαβάζουμε το δεύτερο μέρος του στίχου 14. Εκεί ο Κύριος λέει: «διότι βασιλεύς μέγας εγώ ειμι, λέγει Κύριος παντοκράτωρ, και το όνομά μου επιφανές εν τοις έθνεσι». Αλλά και στον προφήτη Ιερεμία, στο 10ο κεφάλαιο και 10ο στίχο δαβάζουμε τα εξής: «Αλλ' ο Κύριος είναι Θεός αληθινός, είναι Θεός ζων και βασιλεύς αιώνιος». Στο στίχο αυτό ο προφήτης αναφέρει μία περιεκτική, κατά το δυνατόν, περιγραφή των ιδιοτήτων του Θεού. Και μας λέγει ότι είναι «Θεός αληθινός», «Θεός ζων» και «βασιλεύς αιώνιος».
Μάλιστα, όπως θα δούμε στη συνέχεια, είναι σημαντικό ότι ο προφήτης συνδέει αυτές τις ιδιότητες και κυρίως την βασιλική ιδιότητα και εξουσία του Κυρίου με την Δημιουργία, δηλαδή, ότι είναι ο Δημιουργός και κατά συνέπειαν έχει όλα τα κυριαρχικά δικαιώματα επάνω στα δημιουργήματα. Πράγμα που όπως λέγει δεν το έχουν οι υπόλοιποι λεγόμενοι «θεοί», οι ψευδείς θεοί, δηλαδή, τα είδωλα των εθνών.
Με διάφορες άλλες παραμέτρους του ζητήματος της Βασιλείας του Θεού θα ασχοληθούμε εκτενώς σε ξεχωριστά άρθρα. Ωστόσο ας δούμε κάποια χωρία για το ότι η Βασιλεία του Χριστού δεν είναι περιορισμένη χρονικά αλλά αιώνια. Έτσι ας δούμε το Β΄ Πέτρου. 1/α: 11. Εκεί ο απόστολος γράφει: «ούτω γαρ πλουσίως (διότι έτσι πλούσια) επιχορηγηθήσεται υμίν η είσοδος (θα επιχορηγηθεί σε σας η είσοδος) εις την αιώνιον βασιλείαν τού Κυρίου ημών και σωτήρος Ιησού Χριστού». Η Βασιλεία λοιπόν του Κυρίου Ιησού Χριστού είναι αιώνιος και εφόσον αναφέρεται στον μέλλοντα αιώνα, δεν έχει τέλος. Είναι όμοια με τη Βασιλεία του Θεού. Μάλιστα σε ένα άλλο χωρίο, - στο δεύτερο που θα δούμε - και τελευταίο, ο απόστολος Παύλος αναφέρει τον Κύριο Ιησού Χριστό ως Βασιλέα και Θεό. Έτσι διαβάζουμε Εφ. ε΄/5: 5: «τούτο γαρ εστε γινώσκοντες, ότι πας πόρνος ή ακάθαρτος ή πλεονέκτης, ος εστιν ειδωλολάτρης, ουκ έχει κληρονομίαν εν τη βασιλεία του Χριστού και Θεού». Εδώ λοιπόν ο Ιησούς Χριστός αναφέρεται ως Θεός και μάλιστα η Βασιλεία Του είναι η μοναδική Βασιλεία του Θεού.
Δεν θα κάνουμε όμως εκτενή παράθεση χωρίων από την Παλαιά Διαθήκη αναφορικά με την βασιλική εξουσία και ιδιότητα του Κυρίου, τού Πατρός «Γιαχβέ» όπως αναφέρεται στα κείμενα αυτά, διότι άλλωστε δεν αποτελούν σημεία αμφισβητήσεως απ’ οποιονδήποτε όπως δυστυχώς συμβαίνει με το πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Ας επικεντρώσουμε λοιπόν την προσοχή μας και την προσπάθειά μας να καταδείξουμε ότι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ο Ιησούς Χριστός αναφέρεται ως «βασιλεύς αιώνιος» και κατά συνέπειαν ταυτίζεται ως προς την θεία του φύση με τον Θεό που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη.
2. Η απόλυτη Βασιλεία του Υιού
Ας εξετάσουμε λοιπόν, αν αυτή η ιδιότητα του βασιλέως εφαρμόζεται και μάλιστα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού όπως θα δούμε μέσα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής και ιδιαίτερα της Καινής Διαθήκης.
Ας αρχίσουμε από τη μαρτυρία και ομολογία του ιδίου του Κυρίου Ιησού Χριστού προς τον Πιλάτο, όταν τον ρώτησε αν είναι «ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Διαβάζουμε από τον Ιωάννη 18/ιη΄, 36: «απεκρίθη Ιησούς· η βασιλεία η εμή ουκ έστιν εκ του κόσμου τούτου». Αναγνωρίζει λοιπόν επισήμως και ομολογεί ο Ιησούς Χριστός ότι είναι «βασιλεύς» και μάλιστα διευκρινίζει ότι η βασιλεία του «δεν είναι εκ του κόσμου τούτου», δεν έχει δηλαδή προέλευση όμοια με την προέλευση των βασιλέων που εγνώριζε μέχρι τότε ο Πιλάτος. Αλλά η ιδιότητα αυτή του Χριστού ως βασιλέως, ως βασιλέως των Ιουδαίων, ήταν και μία από τις δύο σημαντικότερες αιτίες της καταδίκης του Ιησού Χριστού από τους Ιουδαίους σε σταυρικό θάνατο. Η πρώτη, όπως έχουμε δει σε άλλα άρθρα, είναι ότι έκανε τον εαυτό Του Θεό. Αυτό ήταν κάτι το οποίο δεν μπόρεσαν οι σύγχρονοί του Ιουδαίοι να κατανοήσουν και να αποδεχθούν, το θεωρούσαν ως την μεγίστη βλασφημία γι’ αυτό και είχαν προσπαθήσει πολλές φορές να τον λιθοβολήσουν και αυτό ήταν εκείνο που έκανε τον Καϊάφα να διαρρήξει τα ιμάτιά του και να οδηγήσει στη συνέχεια τον Ιησού Χριστό προς την σταυρική καταδίκη. Αυτό ευρίσκεται στο Ματθ. κστ΄/26, 63-65: «ο δε Ιησούς εσιώπα. και αποκριθείς ο αρχιερεύς είπεν αυτώ· εξορκίζω σε κατά του Θεού του ζώντος ίνα ημίν είπης ει συ ει ο Χριστός ο υιος του Θεού. 64 λέγει αυτώ ο Ιησούς· συ είπας· πλην λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού. 65 τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε· τι έτι χρείαν έχομεν μαρτύρων; ίδε νυν ηκούσατε την βλασφημίαν αυτού».
Και εδώ πρέπει να επισημάνουμε ότι Υιός του Θεού όπως το αναφέρει εδώ ο Καϊάφας έχει την έννοια του γνησίου ΚΑΤΑ ΦΥΣΙΝ Υιού, όχι του «Υιού» με την έννοια που θέλουν να το αποδίδουν όσοι ευρίσκονται σε πλάνη, σ’ αυτή τη πλάνη στην οποία είχε πέσει και ο Άρειος, όσοι δηλαδή απορρίπτουν την θεότητα του Ιησού Χριστού. Αυτοί ισχυρίζονται ότι η έννοια της λέξης «Υιός» στην περίπτωση αυτή δεν είναι η έννοια του γνησίου υιού, αλλά του υιοθετημένου, αυτού που είχε γίνει Υιός κατά χάριν. Εδώ όμως ο Καϊάφας δεν ζητεί από τον Ιησού Χριστό την ομολογία μ’ αυτό το τρόπο, όπως και φαίνεται στη συνέχεια: «λέγει αυτώ ο Ιησούς· συ είπας», δηλαδή είναι σαν να του λέει ότι «πράγματι αυτό που είπες είναι σωστό». Και συνεχίζει: «πλην λέγω υμίν, απ’ άρτι όψεσθε τον υιόν του ανθρώπου καθήμενον εκ δεξιών της δυνάμεως και ερχόμενον επί των νεφελών του ουρανού». Και το αποτέλεσμα: «τότε ο αρχιερεύς διέρρηξε τα ιμάτια αυτού λέγων ότι εβλασφήμησε».
Η δεύτερη αιτία είναι εκείνη και που ανεγράφη επάνω στο σταυρό. Ας το διαβάσουμε στο επόμενο κεφάλαιο Ματθ. κζ΄/27: 37: «και επέθηκαν επάνω της κεφαλής αυτού την αιτίαν αυτού γεγραμμένην· ούτός εστιν Ιησούς ο βασιλεύς των Ιουδαίων». Αυτό άλλωστε είναι και εκείνο που είχε ομολογήσει ενώπιον του Ποντίου Πιλάτου όπως φαίνεται στον στίχο 11 του ιδίου κεφαλαίου, όπου λέγει: «Ο δε Ιησούς έστη έμπροσθεν του ηγεμόνος· και επηρώτησεν αυτόν ο ηγεμών λέγων· συ ει ο βασιλεύς των Ιουδαίων; ο δε Ιησούς έφη αυτώ· συ λέγεις» και είδαμε στη συνέχεια το αποτέλεσμα.
Το ίδιο αναφέρεται ότι εγνώριζαν και όλοι όσοι έβλεπαν τον Ιησού επάνω εις το σταυρό, όπως διαβάζουμε στο Ματθ. κζ΄/27: 42. Εκεί αναφέρεται το τι έλεγαν οι αρχιερείς και οι φαρισαίοι, δηλαδή: «άλλους έσωσεν, εαυτόν ου δύναται σώσαι· ει βασιλεύς Ισραήλ εστι, καταβάτω νυν από του σταυρού και πιστεύσομεν επ’ αυτώ». Τον αναφέρουν ως τον «βασιλέα του Ισραήλ». Από τον προφήτη Σοφονία γνωρίζουμε ότι ο βασιλεύς του Ισραήλ είναι ο Κύριος (Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό). Διαβάζουμε στο βιβλίο του Σοφονια, στο Σοφ. γ΄/3: 15: «βασιλεύς Ισραήλ Κύριος εν μέσω σου, ουκ όψη κακά ουκέτι».
Οι δύο αυτές αιτίες, ότι δηλαδή, ο Ιησούς Χριστός ισχυρίσθηκε, όπως και πράγματι ήταν, ο Υιός τού Θεού και κατά συνέπειαν Θεός κατά φύσιν, όπως ο υιός του ανθρώπου είναι άνθρωπος κατά φύσιν και το ότι ισχυρίσθηκε ότι είναι ο βασιλεύς με την απόλυτη έννοια, ο «βασιλεύς του Ισραήλ», που είναι κάτι που μόνο ο Κύριος όπως είδαμε και στην Παλαιά Διαθήκη θα μπορούσε να το ισχυρισθεί, αυτά τα πράγματα ήταν και οι δύο αιτίες που οδήγησαν τον Ιησού Χριστό στον σταυρικό θάνατο. Και όπως βλέπουμε οι δύο αυτές αιτίες στην ουσία είναι μία, ότι οι Ιουδαίοι δεν μπόρεσαν να αποδεχθούν την ομολογία τού Ιησού Χριστού ότι Αυτός είναι ο Υιός και Λόγος τού Θεού κατά φύσιν που σημαίνει αυτομάτως ότι έχει την ίδια φύση με τον Πατέρα Του, είναι δηλαδή Θεός τέλειος και όχι κτίσμα, όπως θέλουν να ισχυρίζονται όσοι ευρίσκονται στην πλάνη του Αρείου. Τέτοιοι επί παραδείγματι είναι οι αυτοαποκαλούμενοι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» και άλλοι Ρωσσελιστές, όπως η ομάδα των Ευαγγελιστών (όχι Ευαγγελικών), ή οι "Σπουδαστές της Γραφής" κλπ.
Ο Χριστός ως βασιλεύς του Ισραήλ διαφέρει σημαντικά από τους προκατόχους τού θρόνου της Δαυϊδικής βασιλείας. Επί παραδείγματι είχε αναφέρει σε συζήτησή του προς τους Ιουδαίους, το χωρίο του Ψαλμού του Δαυίδ που έλεγε: «είπεν Κύριος προς τον Κύριόν μου». Και τους λέγει «πώς ο βασιλεύς Δαυίδ ενώ ομιλεί για τον Μεσσία ο οποίος είναι απόγονός του, τον αναφέρει ως Κύριό του;» (Ματθαίος 22/κβ: 44,45). Είναι λοιπόν Κύριος ο Κύριος Ιησούς Χριστός του Δαυίδ.
Παράλληλα όμως είχε αναφέρει το ίδιο πράγμα και σε αρκετά σημεία της διδασκαλίας του όπως επί παραδείγματι στη διδασκαλία των ζιζανίων. Εκεί λέγει όπως διαβάζουμε στο Ματθ. ιγ΄/13: 36 και 40-43: «αποστελεί ο υιος του ανθρώπου τους αγγέλους αυτού, (είναι Κύριος λοιπόν των αγγέλων τους οποίους και αποστέλλει) και συλλέξουσιν εκ της βασιλείας αυτού πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν». Ο Ιησούς Χριστός λοιπόν στέλνει τους αγγέλους Αυτού και συλλέγουν από τη βασιλεία Του «πάντα τα σκάνδαλα και τους ποιούντας την ανομίαν». Με αυτό συμπεραίνουμε παράλληλα ότι η βασιλεία του Χριστού δεν είναι κάτι το οποίον ανήκει στο μέλλον ή δεν είναι κάτι το οποίον θα είναι αμιγές και ανεξάρτητο σκανδάλων. Όμοια στην παραβολή της Κρίσεως που αναφέρεται στο Ματθ. κε΄/25: 31 (και εξής) όπου ο Κύριος λέγει ότι «θα έλθει κατά τη Δευτέρα Παρουσία με τους Αγγέλους Αυτού για να κρίνει τον κόσμο», λέγει ότι ο βασιλεύς, δηλαδή ο Ίδιος, «θα ξεχωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια» ("Όταν δε έλθη ο υιος του ανθρώπου εν τη δόξη αυτού και πάντες οι άγιοι άγγελοι μετ’ αυτού, τότε καθίσει επί θρόνου δόξης αυτού, 32 και συναχθήσεται έμπροσθεν αυτού πάντα τα έθνη, και αφοριεί αυτούς απ’ αλλήλων ώσπερ ο ποιμήν αφορίζει τα πρόβατα από τών ερίφων, 33 και στήσει τα μεν πρόβατα εκ δεξιών αυτού, τα δε ερίφια εξ ευωνύμων. 34 τότε ερεί ο βασιλεύς τοις εκ δεξιών αυτού: δεύτε οι ευλογημένοι του πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν από καταβολής κόσμου").
Όπως παρατηρούμε λοιπόν στα παραπάνω, και όπως και ο Ίδιος ο Ιησούς Χριστός δήλωσε σαφέστατα αλλού, η Βασιλεία Του ταυτίζεται με τη Βασιλεία του Πατρός Του, και δεν υπάρχει ΤΙΠΟΤΑ στο οποίο να μην έχει την ίδια εξουσία με τον Θεό Πατέρα:
"πάντα όσα έχει ο πατήρ εμά εστι" (Ιωάννης 17/ιζ: 15). Δικά του λοιπόν τα πάντα, δική του και η Βασιλεία του Θεού με τον ίδιο απόλυτο τρόπο που ανήκει στον Πατέρα Του.
Δεν υπάρχει λοιπόν καμία απολύτως διάκριση ως προς την θεία φύση του Υιού από τον Πατέρα και κατά συνέπεια ο Υιός τιμάται, προσκυνείται και λατρεύεται όπως ακριβώς και ο Θεός Πατήρ. Αυτό όπως έχουμε πει και στο παρελθόν, αποτελεί θεμελιώδη βάση και στοιχείο της πίστεώς μας και κανόνα της Σωτηρίας. Δυστυχώς υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ένα από τα τρία πρόσωπο του Θεού των χριστιανών της Αγίας Τριάδος, αλλά ένα απλό κτίσμα, το πρώτο δημιούργημα του Θεού και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπίζεται. Εάν όμως αφαιρέσει κανείς τη θεία φύση από τον Κύριο Ιησού Χριστό τότε κενώνει εξουθενώνει όλο το οικοδόμημα της Σωτηρίας, όλη την υπόθεση της Θείας Οικονομίας για την λύτρωση του ανθρώπου και για την ένωσή του με τον Θεό.
Στη προσπάθειά μας να διαπιστώσουμε, ή μάλλον να καταδείξουμε, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ταυτίζεται και ως προς την βασιλική ιδιότητα ή ενέργεια με τον Θεό Πατέρα, πρέπει να εξετάσουμε τα σημεία εκείνα που πρέπει να ικανοποιούνται ούτως ώστε να θεωρηθεί ο Ιησούς Χριστός ως ο αληθινός, ο μοναδικός, ο απόλυτος Βασιλεύς. Επί παραδείγματι ότι ο Ιησούς Χριστός είναι «ο Κύριος», είναι ο κυρίαρχος, και κατά συνέπειαν έχει την κυριαρχική ιδιότητα που έχει ο Θεός ως Βασιλεύς. Είναι γνωστό άλλωστε ότι σε όλη την έκταση της Καινής Διαθήκης η οποία έχει κέντρο το πρόσωπο του Ιησού Χριστού, ο Ιησούς Χριστός αναφέρεται ρητά ως «ο Κύριος». Αυτός ήταν άλλωστε και ο τρόπος τον οποίον υπέδειξε στους μαθητάς Του ώστε να τον αποκαλούν.
Παράλληλα διαπιστώνουμε ότι όπως πρέπει σε Θεό, ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι Νομοθέτης. Και όχι μόνο Νομοθέτης αλλά και Κριτής. Αυτός είναι Εκείνος ο οποίος θα κρίνει την Οικουμένη όλη. Θα την κρίνει με βάση τους Νόμους τους οποίους ο Ίδιος έχει θέσει ως Θεός και Δημιουργός όλης της Κτίσεως. Επιπρόσθετα είδαμε ότι έχει απόλυτο ισχύ, κράτος και δύναμη. Δύναμη, μάλιστα, με την οποία συντηρεί όλη την Δημιουργία. Ένα άλλο στοιχείο που μένει για να αναφέρουμε είναι ότι, ως Βασιλεύς, ο Ιησούς Χριστός είναι Ένδοξος. Προς τούτο ας διαβάσουμε από την Α΄ Κορ. 2/β΄: 7-8. Εκεί ο απόστολος λέγει: «αλλά λαλούμεν σοφίαν Θεού εν μυστηρίω, την αποκεκρυμμένην, ην (την οποίαν) προώρισεν ο Θεός προ των αιώνων εις δόξαν ημών, 8 ην ουδείς των αρχόντων του αιώνος τούτου έγνωκεν· ει γαρ έγνωσαν,(διότι εάν εγνώριζαν), ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν». Ο Απόστολος Παύλος αναφέρει τον σταυρωθέντα Κύριο Ιησού Χριστό ως τον «Κύριο της δόξης», έκφραση που ανάμεσα, ιδιαίτερα σε Ιουδαίους, αποδίδεται μόνο στον Κύριο τον Θεό, τον Γιαχβέ κατά το εβραϊκό κείμενο. Προς τούτο ας διαβάσουμε από τον 23ο Ψαλμό κατά την μετάφραση των Ο΄: (24ο κατά το Μασοριτικό κείμενο) τα εδάφια 7 έως τέλος. Εκεί ο ψαλμωδός, Δαυίδ, λέει: «άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. 8 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος κραταιός και δυνατός, Κύριος δυνατός εν πολέμω. 9 άρατε πύλας, οι άρχοντες υμών, και επάρθητε, πύλαι αιώνιοι, και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης. 10 τις εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης; Κύριος (Γιαχβέ κατά το Εβραϊκό κείμενο) των δυνάμεων αυτός εστιν ο βασιλεύς της δόξης». Σαφέστατα λοιπόν, ο «βασιλεύς της δόξης» στον Ψαλμό αυτό είναι ο Κύριος των δυνάμεων, ο «Γιαχβέ», κατά το Εβραϊκό κείμενο. Αυτός όμως ταυτίζεται, στην προκειμένη περίπτωση, με τον Ιησού Χριστό μέσα από τα λόγια του Αποστόλου Παύλου. Αλλά ταυτόχρονα, όπως έχουμε δει και σε άλλα άρθρα, εκείνος που πέρασε από τις αιώνιες πύλες του Άδου και του θανάτου είναι ο ενανθρωπήσας Κύριος Ιησούς Χριστός. Έτσι λοιπόν από τον Ιησού Χριστό δεν λείπει η δόξα και μάλιστα η δόξα του Γιαχβέ, η δόξα του μεγάλου αιωνίου βασιλέως. Άλλο, λοιπόν, ένα στοιχείο διά του οποίου οδηγούμαστε στο ασφαλές συμπέρασμα ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ακριβώς όπως ο Πατήρ, ο Μέγας και αιώνιος βασιλεύς. Δεν υπάρχει διάκριση ανάμεσα στη Βασιλεία του Πατρός και την Βασιλεία του Υιού. Υπάρχει απόλυτη ταυτότης (όχι ισότης) η οποία απορρέει από την μία ενιαία θεία φύση, η οποία είναι η ίδια για τον Πατέρα και τον Υιό και το Άγιον Πνεύμα.
Είδαμε ότι ο Κυριος Ιησούς Χριστός είναι ο απόλυτος, ο μεγάλος βασιλέας των Χριστιανών και όλης της οικουμένης και ως τέτοιος απολαμβάνει την δόξα και την τιμή που πρέπει στον μόνο βασιλέα Θεό. Είδαμε δηλαδή ότι αποκαλείται από την Παλαιά και Καινή Διαθήκη ως «ο Κύριος της δόξης», «ο βασιλεύς της δόξης». Παρόμοιος είναι και ο χαρακτηρισμός που του αποδίδει ο Ιάκωβος στην καθολική επιστολή του, στο Ιάκωβος β/2: 1. Εκεί τον αναφέρει ως τον «Κύριο ημών Ιησού Χριστό της δόξης». Είναι ένας γενικός χαρακτηρισμός που αναφέρεται στη δόξα του Κυρίου Ιησού που είναι απόλυτη, είναι η δόξα εκείνη που αρμόζει μόνον στο Θεό, όχι σε κτίσματα.
Ας προχωρήσουμε όμως σε μία άλλη περιγραφή, σε έναν άλλο χαρακτηρισμό που άπτεται της βασιλικής ιδιότητος του Κυρίου Ιησού Χριστού και η οποία, στο βαθμό που του αποδίδεται, Τον ταυτίζει με τον μόνο αληθινό Θεό. Κατ’ αρχήν ας δούμε πώς ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ προς Τιμόθεον επιστολή αναφέρει τον αληθινό Θεό. Συγκεκριμένα διαβάζουμε στο Α΄ Τιμόθεον 1/α: 17: «Τω δε βασιλεί των αιώνων, αφθάρτω, αοράτω, μόνω σοφω Θεω, τιμή και δόξα εις τους αιώνας των αιώνων· αμήν».
Κάτι παρόμοιο λέει ο Παύλος και λίγο πιο κάτω: "τηρήσαί σε την εντολήν άσπιλον, ανεπίληπτον μέχρι της επιφανείας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, 15 ην καιροίς ιδίοις δείξει ο μακάριος και μόνος δυνάστης, ο βασιλεύς των βασιλευόντων και κύριος των κυριευόντων, 16 ο μόνος έχων αθανασίαν, φως οικών απρόσιτον, ον είδεν ουδείς ανθρώπων ουδέ ιδείν δύναται· ω τιμή και κράτος αιώνιον" (Α΄ Τιμόθεον 6/ς: 14-16).
Εδώ ο απόστολος αναφέρει τον αληθινό Θεό ως τον «βασιλέα των βασιλευόντων» και τον «Κύριον των κυριευόντων». Είναι χαρακτηρισμός που θέλει να δείξει την απολυτότητα της βασιλείας και της κυριότητος του αληθινού Θεού, ότι κανένας άλλος δεν έχει αυτό το τρόπο της κυριαρχίας και της βασιλείας. «Βασιλεύς των βασιλευόντων» λοιπόν και «Κύριος των κυριευόντων». Την ίδια απόλυτη φράση όμως, ο απόστολος Ιωάννης στην Αποκάλυψη, την εφαρμόζει άμεσα στον Ιησού Χριστό!
Ας το δούμε λοιπόν αυτό στο βιβλίο της Αποκαλύψεως τού Ιωάννου και συγκεκριμένα στο Αποκ. ιζ΄/17: 14. Εκεί ο Απόστολος και Ευαγγελιστής γράφει: «ούτοι μετά του αρνίου πολεμήσουσι, και το αρνίον νικήσει αυτούς, ότι κύριος κυρίων εστί και βασιλεύς βασιλέων, και οι μετ’ αυτού κλητοί και εκλεκτοί και πιστοί». Χαρακτηριστικά εδώ ο Απόστολος χρησιμοποιεί την ίδια ακριβώς έκφραση για τον Κύριο Ιησού Χριστό, για το Αρνίον της Αποκαλύψεως την οποία είχε χρησιμοποιήσει ο Απόστολος Παύλος για να προσδιορίσει τον αληθινό Θεό. Δεν υπάρχει λοιπόν καμία απολύτως αμφιβολία ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και ως προς την ιδιότητα του απολύτου κυρίαρχου και βασιλέως. Αναφέρεται ως ο «βασιλεύς των βασιλευόντων» και ως ο «Κύριος των κυρίων».
Τον ίδιο χαρακτηρισμό όμως ο Ευαγγελιστής Ιωάννης χρησιμοποιεί και σε άλλο σημείο του βιβλίου της Αποκαλύψεως, συγκεκριμένα στο Αποκ. ιθ΄/19: 11 αναφέρει ένα όραμα στο οποίο είναι πρωταγωνιστής ο Κύριος Ιησούς Χριστός. Στον στίχο 11 διαβάζουμε: «Και είδον τον ουρανόν ανεωγμένον, και ιδού ίππος λευκός, και ο καθήμενος επ' αυτόν, καλούμενος πιστός και αληθινός, και εν δικαιοσύνη κρίνει και πολεμεί». Στον στίχο 13: «και περιβεβλημένος ιμάτιον βεβαμμένον εν αίματι, και κέκληται το όνομα αυτού, ο λόγος του Θεού». Αυτός λοιπόν ο οποίος είναι επάνω στον λευκό ίππο είναι ο «λόγος του Θεού». Για τον «λόγο του Θεού» στη συνέχεια και συγκεκριμένα στον στίχο 16 λέγει ο Ευαγγελιστής: «έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων». Ο ίδιος λοιπόν χαρακτηρισμός, το ίδιο όνομα σημαίνει ότι δηλώνει με έναν μοναδικό, με έναν μονοσήμαντο και χαρακτηριστικό τρόπο την ιδιότητα αυτή του Κυρίου Ιησού Χριστού, ότι δηλαδή είναι ο «βασιλεύς των βασιλέων» και ο «κύριος των κυρίων».
Υπενθυμίζουμε όμως ότι προηγουμένως είδαμε τον Απόστολο Παύλο να χρησιμοποιεί αυτήν την ονομασία, αυτήν την απόλυτη ιδιότητα για να περιγράψει τον αληθινό Θεό. Δεν μένει λοιπόν καμία αμφιβολία ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός είναι «ο βασιλεύς» με την απόλυτη έννοια του όρου και κατά συνέπειαν ταυτίζεται με τον αληθινό Θεό, με τον Θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Δεν χωρεί αμφιβολία με όσα είδαμε εδώ, ότι ο Κύριος Ιησούς Χριστός ακριβώς όπως και ο Πατήρ χαρακτηρίζεται ως ο μόνος και απόλυτος βασιλεύς.
Επειδή όμως το θέμα είναι τεράστιο, θα μείνουμε προς το παρόν σε αυτά τα ενδεικτικά χωρία. Και επειδή είναι πάρα πολλές ακόμα, οι αγιογραφικές αναφορές που ταυτίζουν τον Χριστό ως βασιλιά με τον Γιαχβέ, το θέμα αυτό ίσως αναπτυχθεί σε ξεχωριστό άρθρο.
3. Η Βασιλεία του Θεού είναι παρούσα
Εφ’ όσον εξετάζουμε την ιδιότητα του Ιησού Χριστού και γενικότερα του Θεού ως του μεγάλου και αιωνίου βασιλέως, είναι επόμενο να ασχοληθούμε και με το αντικείμενο αυτής της βασιλικής εξουσίας αυτής της βασιλικής ιδιότητος, ή με τον χώρο στον οποίο ασκείται ή εκφράζεται η θεία αυτή ενέργεια, η βασιλική δηλαδή ενέργεια. Αυτός ο χώρος, αναφέρεται ως η «βασιλεία του Θεού». Και πραγματικά είναι τραγική η εικόνα την οποίαν παρουσιάζουν και προσφέρουν όσοι δυστυχώς ευρίσκονται μακράν της εκκλησίας και της παραδόσεως των Αγίων, είναι τραγική η εικόνα που προσφέρουν στους οπαδούς των.
Παρουσιάζουν την Βασιλεία του Θεού σαν κάτι κτιστό, σαν κάτι που περιορίζεται από τον χρόνο και το χώρο, δηλαδή έχει συγκεκριμένο τόπο όπου ασκείται, συγκεκριμένη χρονική αρχή (και κατ’ επέκτασιν και τέλος) και άπτεται των αισθήσεων. Έχουν δηλαδή μία ευδαιμονιστική αντίληψη την οποία προσπαθούν να ικανοποιήσουν μέσω αυτής της ιδέας όπως τη πλάθουν στο νου τους, μιας διαστρεβλωμένης ιδέας τής Βασιλείας του Θεού, με υπηκόους και κυβερνήτες σε τόπο και χρόνο.
Η Βασιλεία του Θεού όμως είναι κάτι τελείως διαφορετικό για την Ορθόδοξη πίστη και παράδοση, βιώνεται από τους Αγίους ήδη από αυτή την ζωή και είναι στην ουσία η κοινωνία των κτιστών ανθρώπων μετά του ακτίστου Θεού. Είναι κάτι, δηλαδή, που είναι τελείως διαφορετικό από αυτό το κατασκεύασμα, - το είδωλο θα λέγαμε, - που μέσα στην άγνοιά τους και την πλάνη τους έχουν με το μυαλό τους κατασκευάσει όλοι όσοι ευρίσκονται στην πλάνη των αιρέσεων.
Προς το παρόν ας δούμε πώς αντιλαμβάνεται την παρουσία της βασιλείς του Ιησού Χριστού ο απόστολος Παύλος στην Κολ. α΄/1: 13. Ήδη, από το δεύτερο τμήμα του στίχου 11 για να έχουμε και την συνάφεια, διαβάζουμε τα εξής: «κατά το κράτος της δόξης αυτού εις πάσαν υπομονήν και μακροθυμίαν, μετά χαράς 12 ευχαριστούντες τω Θεω και πατρί τω ικανώσαντι ημάς εις την μερίδα του κλήρου των αγίων εν τω φωτί, 13 ος ερρύσατο ημάς εκ της εξουσίας του σκότους και μετέστησεν εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού».
Αναφέρει λοιπόν εδώ ο απόστολος Παύλος για τον εαυτό του και τους υπολοίπους Αγίους ακόμα της εποχής εκείνης ότι μεταφέρθηκαν ήδη από τότε «εις την βασιλείαν του υιού της αγάπης αυτού», δηλαδή εις την βασιλείαν του Κυρίου μας Ιησού Χριστού. Αυτή η δήλωση είναι ένα τεράστιο πρόβλημα για όσους θεωρούν ότι η Βασιλεία είναι κτιστή και επομένως έχει συγκεκριμένη αρχή (χρονική). Μάλιστα οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» τοποθετούν την χρονική έναρξη της Βασιλείας του Θεού στο έτος 1914. Τότε τοποθετούν την ενθρόνιση του Ιησού Χριστού ως Βασιλέως και την έναρξη της βασιλείας Του. Είναι τεράστιο πρόβλημα το χωρίο αυτό για τους «Μάρτυρες του Ιεχωβά» που μιλεί για την μεταφορά του αποστόλου Παύλου και των υπολοίπων Αγίων της εποχής εκείνης στην Βασιλεία του Χριστού. Προφανώς, ήδη από τότε, η Βασιλεία του Θεού ήταν προσιτή και εφικτή για τους πιστούς. Κάτι που είναι ένα μεγάλο αδιέξοδο για την ‘’θεολογία’’, (αν μπορούμε να την πούμε έτσι), των «Μαρτύρων του Ιεχωβά».
Όπως όμως έχουμε και άλλοτε αναφέρει και θα το επαναλάβουμε και σήμερα, όσοι ευρίσκονται υπό την επήρεια της πλάνης του Σατανά, δηλαδή ευρίσκονται σε χώρους αιρέσεων, δεν αντιτίθενται άμεσα στην Αγία Γραφή. Χρησιμοποιούν την Αγία Γραφή σαν μέσο για να προβάλουν και να προωθήσουν τις προσωπικές τους απόψεις και τις φιλοσοφικές τους ερμηνείες και αντιλήψεις περί του «τι είναι Θεός». Άλλωστε και ο ίδιος ο Σατανάς, χρησιμοποίησε στους πειρασμούς του Χριστού και χρησιμοποιεί ακόμα την Αγία Γραφή προκειμένου να πλανήσει εάν είναι δυνατόν και τους εκλεκτούς. Η χρήση αυτή όμως είναι προς διαστροφήν και όχι προς κατανόησιν. Η δε ορθή κατανόησις όμως, ευρίσκεται μόνο μέσα στην Εκκλησία η οποία βιώνει τα διδάγματα και τας οδούς που αναφέρονται μέσα στο βιβλίο αυτό. Εκκλησία, λοιπόν και Αγία Γραφή είναι συνδεδεμένα άρρηκτα και είναι μεγάλο λάθος, τραγικό λάθος, να προσπαθήσει κανένας να τα διαπάσει και να χρησιμοποιήσει το ένα ανεξάρτητα του άλλου.
Έτσι λοιπόν, απομονώνοντας και χρησιμοποιώντας ορισμένα χωρία της Αγίας Γραφής, οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» εν προκειμένω, όπως και άλλοι αιρετικοί που έχουν παρόμοιες αντιλήψεις σε σχέση με την θεότητα του Ιησού Χριστού, λέγουν ότι ναι μεν ο Ιησούς Χριστός είναι βασιλεύς αλλά δεν είναι βασιλεύς με την απόλυτη έννοια με την οποίαν είναι ο Θεός Πατέρας Του. Ισχυρίζονται, λοιπόν, ότι ο Ιησούς Χριστός δεν είναι ο Βασιλεύς με την απόλυτη έννοια, αλλά ένας «βασιλικός αντιπρόσωπος», όπως γράφουν και λέγουν και μάλιστα θεωρούν ότι αυτή η βασιλική εξουσία που έχει, δεν εκπηγάζει από την ίδια Του την θεϊκή φύση αλλά είναι «κατά παραχώρισιν», η βασιλική αυτή εξουσία, δηλαδή, του έχει δήθεν παραχωρηθεί από τον μόνο Βασιλέα, τον Θεό Πατέρα όπως λέγουν και η οποία θα επιστραφεί στο τέλος κάποιου χρόνου, συγκεκριμένα στο τέλος της χιλιετούς βασιλείας όπως οι ίδιοι εσφαλμένα ερμηνεύουν.
Το δεύτερο σημείο είναι ότι ισχυρίζονται ότι ο Ιησούς Χριστός, όπως είπαμε και προηγουμένως, δεν είναι αιώνιος Βασιλεύς αλλά η Βασιλεία Του άρχισε το 1914 θα διαρκέσει για την περίοδο χιλίων, κατά γράμμα, ετών (όπως και πάλι τονίζουμε εσφαλμένα ερμηνεύουν) και θα λήξει με τη παράδοση της Βασιλείας αυτής, της παραχωρηθείσης, με την παράδοσή της στο Θεό Πατέρα Του. Αυτή την τραγική τους κακοδοξία την στηρίζουν σε ορισμένα χωρία που θα δούμε στη συνέχεια και κυρίως σε ορισμένα χωρία από τους Ψαλμούς, όπως το Ψαλμ. 109/ρθ΄(110/ρι΄: Ο΄): 1, το Α΄ Κορ. ιε΄/15: 24-28 και το Πράξ. 3/γ: 20-21. Θα δούμε όμως όπως είπαμε προηγουμένως αναλυτικότερα τα χωρία αυτά ένα προς ένα, και θα δούμε πώς έχει γίνει ερμηνευτική διαστροφή των χωρίων αυτών προκειμένου να ενταχθούν μέσα στην δογματική ερμηνεία την οποία προβάλλουν και κηρύττουν οι αιρετικοί αυτοί.
4. "Βασιλεία κατά Δημιουργίαν" και "Βασιλεία κατ' Οικείωσιν"
Για να μελετήσει όμως κανείς το ζήτημα αυτό με σοβαρότητα θα πρέπει να δεί κατ’ αρχήν τι αφορά αυτή η βασιλική εξουσία του Θεού.
Όταν μιλούμε περί βασιλικής εξουσίας ή βασιλικών ενεργειών στην ουσία εννοούμε τα κυριαρχικά δικαιώματα που έχει ο βασιλεύς επάνω στην επικράτεια στην οποία βασιλεύει, την κυριαρχία του δηλαδή, ταυτόχρονα την νομοθετική εξουσία που ασκεί, ορίζει νόμους, την κρίση που μπορεί να επιφέρει στις παραβάσεις αυτών των νόμων, ότι δηλαδή μπορεί να ασκεί και να προωθεί την δικαιοσύνη και τέλος όταν μιλούμε για βασιλέα είναι σχεδόν ταυτόσημη η ισχύς και η δύναμις του βασιλέως εκείνου. Θα πρέπει λοιπόν να δούμε αν αυτά τα πράγματα έχουν εφαρμογή και στον Κύριό μας Ιησού Χριστό.
Επίσης εκ των προτέρων διευκρινίζουμε ότι όπως οι Ιουδαίοι απέτυχαν επί παραδείγματι να διακρίνουν την πρώτη παρουσία του Κυρίου από την δεύτερη και δυστυχώς δεν τον ανεγνώρισαν όταν ήλθε, όταν ενανθρώπισε, έτσι και οι «Μάρτυρες του Ιεχωβά» και άλλες Αντβεντιστικές ομάδες, δεν διακρίνουν τις δύο διαφορετικές χροιές που έχει η έννοια «βασιλεία» και που η μία είναι κατά δημιουργίαν και η άλλη κατα οικείωσιν.
Δηλαδή απλούστερα, ο Θεός είναι βασιλεύς όλων των κτισμάτων, ανεξάρτητα αν το θέλουν ή όχι επειδή τα έχει όλα Αυτός δημιουργήσει, είναι Κύριος των πάντων. Αυτή είναι η βασιλεία κατά δημιουργίαν. Και από την άλλην μεριά είναι βασιλεύς όλων όσων θέλουν να πιστεύουν σ’ Αυτόν, θέλουν να τον αποδέχονται ως Θεό και Λυτρωτή και Σωτήρα. Αυτή η δεύτερη, είναι η Βασιλεία κατά την οικείωσιν. Ο πρώτος χώρος στον οποίον ασκεί την βασιλική του επιρροή και εξουσία ο Κύριος είναι σε όλα τα δημιουργήματα, ανεξάρτητα εάν το θέλουν ή όχι και ο δεύτερος χώρος, η βασιλεία η κατά την οικείωσιν, είναι ο χώρος εκείνος στον οποίον ασκεί την βασιλική του εξουσία ο Κύριος σε εκείνους που τον αναγνωρίζουν ως τέτοιον. Και είναι δύο διαφορετικά πράγματα και είναι διαφορετικές και οι ενέργειες που αποδέχονται όσοι ευρίσκονται στο κάθε χώρο ξεχωριστά, ανάλογα με τη στάση που τηρούν και ανάλογα με το πώς διάκεινται στον Βασιλέα και Κύριο.
5. Η παρερμηνεία παράδοσης της Βασιλείας στον Πατέρα
Όσοι έχουν επηρεασθεί από τον κακώς χρησιμοποιούμενο ορθολογισμό της Δύσης και από τις πλάνες του παρελθόντος, δεν μπορούν να διακρίνουν ανάμεσα στις ιδιότητες που σχετίζονται με την ουσία, τη φύση και οι οποίες όχι μόνο κοινές είναι αλλά και ταυτίζονται ανάμεσα στον Πατέρα και στον Υιό και από την άλλη μεριά στα χαρακτηριστικά των υποστάσεων. Ο Πατήρ είναι ξεχωριστή υπόστασις από τον Υιό. Από την άλλη μεριά όμως η θεία φύσις, η Θεία Ουσία είναι μία. Και κατά συνέπεια η ενέργειες που απορρέουν και που εκδηλώνονται προς εμάς τα δημιουργήματα από τον Θεό, είναι οι ίδιες, είναι κοινές για τον Πατέρα, τον Υιό και φυσικά και για το Άγιον Πνεύμα.
Στη προσπάθειά τους λοιπόν να αποφύγουν την πολυθεΐα, πολλοί που δεν γνωρίζουν τα σωτηριώδη και θεμελιώδη δόγματα της πίστεώς μας, τα οποία εβίωσαν και τα βιώνουν οι άγιοι της εκκλησίας μας, έχουν οδηγηθεί στο άλλο άκρο. Έχουν δηλαδή διαχωρίσει με βίαιο τρόπο τον Πατέρα από τον Υιό και δεδομένου ότι πρέπει να διατηρήσουν το δόγμα του ενός Θεού, θεωρούν τον Υιό κτίσμα. Αυτό είναι τραγικό λάθος, διότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, πέφτουν στο σφάλμα το οποίο επιθυμούν να αποφύγουν. Αντί να αποφύγουν τον πολυθεϊσμό που φοβούνται, αναγκάζονται να αποδεχθούν τον Θεό Λόγο ως μια ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ και κατώτερη θεότητα, και να γίνουν αναγκαστικά πολυθεϊστές!
Επιπλέον όμως, όπως έχουμε τονίσει σε άλλο άρθρο, στην ουσία ματαιώνουν και ακυρώνουν την Θεία Οικονομία, την ενανθρώπιση του Θεού, του Υιού και Λόγου του Θεού, η οποία έγινε για την Θέωση (γιατί αυτό, στην ουσία, σημαίνει σωτηρία) του πεπτωκότος ανθρώπου. Έτσι, από τη μια μεριά καταβιβάζουν το δεύτερο πρόσωπο της θεότητος της Αγίας Τριάδος, τον Κύριο Ιησού Χριστό, στο επίπεδο του κτίσματος και από την άλλη απομονώνουν την κτίση από τη δυνατότητα της ενώσεώς της με τον Θεό. Διότι αυτή η ένωσις επετεύχθη υποστατικώς στο πρόσωπο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος φέροντας την θεία φύση ενώθηκε και με την ανθρώπινη και έτσι θέωσε και αγίασε την φύση τη δική μας.
Η απομάκρυνση, λοιπόν, των ανθρώπων αυτών από την γνήσια παράδοση της εκκλησίας μας τους οδηγεί στο να αντιμετωπίζουν πολλά από τα λόγια της Αγίας γραφής ως «παγίδες» και κατά συνέπεια να τα παρερμηνεύουν και να σκοντάφτουν σ’ αυτά και να απομακρύνονται από τον Λόγο της Σωτηρίας. Αυτό άλλωστε ήταν και το πρόβλημα των Ιουδαίων. Και αυτό αναφέρει και ο προφήτης Ησαΐας στο Ησαϊας κη΄/28: 9-13. Χαρακτηριστικά εκεί λέγει, διερωτώμενος με ποιο τρόπο θα εδίδασκε την θεία σοφία στον λαό Ισραήλ: «τίνα θέλει διδάξει την σοφία και τίνα θέλει κάμει να καταλάβει την διδασκαλία; Αυτοί είναι ως βρέφη απογεγαλακτισμένα απεσπασμένα από τον μαστό. Διότι με διδασκαλίαν επί διδασκαλίαν, με διδασκαλίαν επί διδασκαλίαν, με στίχον επί στίχον, στίχον επί στίχον, ολίγον εδώ ολίγον εκεί, διότι με χείλη ψελλίζοντα και με άλλην γλώσσαν θέλει ομιλεί προς τούτον τον λαόν προς τον οποίο είπε: Αύτη είναι η ανάπαυσις με την οποίαν δύνασθε να αναπαύσητε τον κεκοπιασμένον και αύτη είναι η άνεσις. Αλλά αυτοί δεν ηθέλησαν να ακούσωσι».
Εδώ με παράπονο λέγει ο προφήτης ότι ο Θεός σιγά-σιγά και με πολύ απλά λόγια προσπάθησε να διδάξει την θεία σοφία στον λαό Ισραήλ. Αλλά αυτοί «δεν ηθέλησαν να ακούσωσι». Εδώ με παράπονο λέγει ο προφήτης ότι ο Θεός σιγά-σιγά και με πολύ απλά λόγια προσπάθησε να διδάξει τη θεία σοφία στον λαό Ισραήλ. Αλλά αυτοί «δεν ηθέλησαν να ακούσωσι». Και το αποτέλεσμα μας το περιγράφει στον επόμενο στίχο (13): «και ο λόγος του Κυρίου θέλει είσθαι προς αυτούς διδασκαλία επί διδασκαλία, διδασκαλία επί διδασκαλία, στίχος επί στίχον, στίχος επί στίχον, ολίγον εδώ ολίγον εκεί διά να περιπατήσουσι και να προσκόπτωσι εις τα οπίσω και να συντριφθώσι και να παγιδευθώσι και να πιασθώσι». Παρατηρούμε λοιπόν ότι ο προφήτης εδώ λέγει ότι τα ίδια αυτά λόγια που δόθηκαν προς διδασκαλία και για τη σωτηρία του Ισραήλ, αυτά καθ’ εαυτά τα λόγια, τελικά, έγιναν η παγίδα μέσα στην οποίαν πιάστηκαν ή θα πιάνονται και θα συντρίβονται. Διότι δεν βρήκαν την ζωή μέσα από αυτά τα λόγια, αλλά ηθέλησαν να αναπτύξουν φιλοσοφίες και δικές τους διδασκαλίες και να συστήσουν την ιδίαν αυτών δικαιοσύνη χρησιμοποιώντας τα λόγια του Θεού. Έτσι λοιπόν τα ίδια αυτά λόγια που δόθηκαν για σωτηρία, οδηγούν προς τον θάνατο. Δυστυχώς αυτή είναι και η εμπειρία όλων αυτών που με τα μέσα τις Δύσης και όχι της εκκλησίας, δηλαδή με τον Σχολαστικισμό, τον Ορθολογισμό και τον Στοχασμό προσπαθούν να διεισδύσουν στα Μυστήρια της εκκλησίας του Θεού.
Ας δούμε και στην συγκεκριμένη περίπτωση ένα σημείο της Αγίας Γραφής το οποίο επιτέλεσε και αποτελεί παγίδα για όσους προσπαθούν χωρίς την παράδοση της εκκλησίας και την βιωματική της γνώση, την αποκεκαλυμμένη γνώση του Θεού, να κατανοήσουν να ερμηνεύσουν ή μάλλον να περιορίσουν την διδασκαλία του Θεού ούτως ώστε να ικανοποιήσει τις δικές τους φιλοσοφικές και ερμηνευτικές ιδέες και θεωρίες.
Ας διαβάσουμε από την Α΄ Κορ. 15/ιε: 24 (κ. εξ.). Εκεί ο απόστολος Παύλος, αφού ενωρίτερα έχει μιλήσει για την ανάσταση των νεκρών η οποία θα συμβεί κατά τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, λέγει: «είτα το τέλος (δηλαδή, «μετά, το τέλος»), όταν παραδώ την βασιλείαν τω Θεω και Πατρί (όταν θα παραδώσει, εννοεί ο Ιησούς Χριστός, την βασιλεία εις τον Θεόν και Πατέρα), όταν καταργήση πάσαν αρχήν και πάσαν εξουσίαν και δύναμιν. 25 δει γαρ αυτόν βασιλεύειν άχρις ου αν θή πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού. 26 έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος· 27 πάντα γαρ υπέταξεν υπό τους πόδας αυτού. όταν δε είπη ότι πάντα υποτέτακται, δήλον ότι εκτός του υποτάξαντος αυτώ τα πάντα. 28 όταν δε υποταγή αυτώ τα πάντα, τότε και αυτός ο υιος υποταγήσεται τω υποτάξαντι αυτώ τα πάντα, ίνα ή ο Θεός τα πάντα εν πάσιν».
Ας διαβάσουμε όμως τους ίδιους στίχους, δηλαδή, από το 24 έως και το 28 απλοποιώντας τους στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα: «Μετά θα έλθει το τέλος. Όταν θα παραδώσει την βασιλεία εις τον Θεό και Πατέρα, όταν θα καταργήσει κάθε αρχή και κάθε εξουσία και δύναμη. Διότι πρέπει Αυτός να βασιλεύει μέχρις ότου θέσει πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας Αυτού. Έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος. Διότι πάντα υπέταξε υπό τους πόδας Αυτού. Όταν δε είπει ότι τα πάντα έχουν υποταγεί είναι φανερό ότι εξαιρείται Αυτός ο οποίος υπέταξε εις Αυτόν τα πάντα. Όταν δε υποταγούν εις Αυτόν τα πάντα τότε και Αυτός ο Υιός θα υποταγεί εις Αυτόν ο Οποίος υπέταξεν εις Αυτόν τα πάντα, ούτως ώστε ο Θεός να είναι τα πάντα εν πάσι».
Οι Πατέρες της εκκλησίας έχουν γράψει αρκετά πράγματα γύρω από αυτά τα ζητήματα που συζητούμε. Επιλέξαμε λοιπόν να διαβάσουμε επ' αυτού, τα σχόλια του Αγίου Νικοδήμου τού αγιορείτου, τα οποία αναφέρονται στα χωρία αυτά. Παρεμπιπτόντως δε, αναφέρουμε ότι ο Άγιος Νικόδημος ο αγιορείτης έχει γράψει ερμηνευτικά σχόλια σε όλες τις επιστολές της Καινής Διαθήκης, τα οποία είναι πάρα πολύ κατατοπιστικά και θα τα συνιστούσαμε. Λέγει, λοιπόν, ξεκινώντας από το δεύτερο κομμάτι του στίχου 24 ο Άγιος Νικόδημος:
«Δύο βασιλείας του Θεού ηξεύρει η Αγία Γραφή, την μίαν κατά οικείωσιν την δε άλλην κατά δημιουργίαν. Διότι ο Θεός μεν βασιλεύει σε όλους και Έλληνας και Εβραίους και εις αυτούς τους ιδίους δαίμονας και χωρίς να θέλουν κατά τον λόγον της δημιουργίας, καθ’ ό δηλαδή όλοι είναι δημιουργήματα και κτίσματα ιδικά Του και υποτάσσονται και χωρίς να θέλουν εις την βασιλείαν Του. Βασιλεύει δε ο Θεός και εις τους χριστιανούς και Αγίους οι οποίοι υποτάσσονται θεληματικώς εις Αυτόν κατά τον της οικειώσεως λόγον. Ήτοι καθ’ ό ούτοι είναι πιστοί και οικείοι και φίλοι του Θεού. Δια την βασιλείαν ταύτην την κατά οικείωσιν των πιστών, λέγει ο Πατήρ προς τον Υιόν δια του Δαυίδ (Ψαλμ. β΄/2, 8): «αίτησαι παρ' εμού, και δώσω σοι έθνη την κληρονομίαν σου». Και πάλιν περί αυτής λέγει ο Χριστός μετά το αναστήναι Αυτόν εκ νεκρών (Ματθ. 28/κη: 18): «εδόθη μοι πάσα εξουσία εν ουρανώ και επί γης».
Ταύτην λοιπόν την κατά οικείωσιν βασιλείαν των πιστών παραδίδει ο Υιός προς τον Πατέρα ως, λέγει εδώ ο Παύλος, ήτοι κατορθώνει και τελειώνει αυτήν καθώς, χάριν παραδείγματος, ένας βασιλεύς ενεχείρησεν εις τον υιόν του το να κάμει πόλεμον εις έθνη που αποστάτησαν από τον λόγο του δια να οικονομήσει καλώς τον πόλεμον αυτόν και να κινήσει τους αποστάτας. Όταν λοιπόν ο υιός τελειώσει τον πόλεμον εκείνον και νικήσει και υποτάξει τα αποστατήσαντα έθνη τότε λέγεται ότι «παραδίδει τον πόλεμον εις τον πατέραν του», ήτοι ότι έδειξεν εις τον πατέραν του το παραδωθέν έργον και πως ετελείωσεν αυτό.
Λέγει λοιπόν ο Παύλος εδώ ότι, όταν ο Υιός υποτάξει όλα τότε θέλει γένει το τέλος, διότι τότε ο Χριστός θέλει βασιλεύσει εις ημάς τους πιστούς με όλην την τελειότητα επειδή τότε δεν έχομεν πλέον να μοιραζόμεθα μέρος εις τον Θεόν και μέρος εις τον κοσμοκράτορα διάβολο καθώς τώρα, αλλ’ όλοι θέλομεν γένομεν του Θεού οικείοι, ως λέγει ο Θεολόγος Γρηγόριος. Παριστά γαρ και παραδίδει ο Υιός εις τον Πατέρα ελευθέραν όλην την βασιλείαν ήτοι τους βασιλευομένους υπ’ αυτού πιστούς η οποία βασιλείαν ήτον πρότερον διαρπαγμένη και σκλαβωμένη από τον αποστάτην διάβολον καθώς λέγει ο Αλεξανδρείας θείος Κύριλλος εν τω «Κατά Ιουλιανώ βιβλίω τετάρτω» και σχολιάζοντας σε υποσημείωση το ίδιο χωρίο, λέγει: «παραδίδει δε ο Υιός εις τον Πατέρα την βασιλεία όχι πως την υστερείται αυτός διότι τούτο είναι ανόητον πολλά και να το στοχαστεί τινάς. Δηλαδή όταν μεν επολεμείτο και αποστάτη η τοιαύτη βασιλεία να είναι ιδική του όταν δε την ειρήνευσε τότε να την υστερηθεί; Αλλά την παραδίδει δια να κάνει συγκοινωνόν του ιδικού του κατορθώματος και τον Πατέρα επειδή κοινά είναι όλα τα της Τριάδος. Εί γαρ και ο Υιός σεσάρκωται αλλ’ ευδοκία του Πατρός και συνεργεία του Αγίου Πνεύματος σεσάρκωται. Δια τούτο κοινά είναι της Αγίας Τριάδος και τα κατορθώματα όπου έκαμεν ο Υιός σαρκωθείς και σταυρωθείς και αναστάς. Λέγεται δε ότι παραδίδει ο Υιός την βασιλείαν τώ Πατρί καθ’ ό ευφραίνει αυτόν με το κατόρθωμα καθ’ ό δεν έχει πλέον να ταλαιπωρείται δι’ αυτήν μήτε να συμμαχεί και να νικά δι’ αυτήν και όχι δια να την υστερείται και να μην την έχει πλέον Αυτός, κατά τον σοφόν Φώτιον».
Ας δούμε τώρα πώς σχολιάζει ο Άγιος Νικόδημος το επόμενο χωρίο, τον στίχο 25 ότι «διότι πρέπει αυτός να βασιλεύει άχρις ου (μέχρις ότου) αν θέσει πάντας τους εχθρούς υπό τους πόδας αυτού». Λέγει λοιπόν: «το ρητόν τούτον ερμηνεύων ο Θεοδώρητος λέγει ότι: «αν ίσως οι τα του Αρείου και Ευνομίου (εννοεί τους γνωστούς αιρεσιάρχες του παρελθόντος) φρονούντες λέγουν ότι επί μόνο του Υιού ευρίσκεται αύτη η φωνή (το «άχρις ου» δηλαδή) ας ακούσουν και αυτόν τον Θεόν και Πατέρα όπου λέγει: “έως γήρους· εγώ ειμι, και έως αν καταγηράσητε, εγώ ειμι” (Ησ. μστ’/46, 4). Ούτω δε νοουμένου του λόγου καθώς οι ανωτέρω αιρετικοί θέλουν, θέλει ευρεθεί ο Θεός και Πατήρ να έχει το είναι σύμμετρον με το γηρατείον των ανθρώπων, αλλά το να φλυαρήσει τινάς τούτο είναι ίδιον των τρελών ανθρώπων. Λοιπόν, καθώς ο Θεός και Πατήρ είναι αΐδιος και ατελεύτητος έτσι αΐδιος και ατελεύτητος είναι και ο Υιός. Έχει δε και την βασιλείαν αιώνιον καθώς είπε φανερά ο προφήτης Δανιήλ: “η εξουσία αυτού εξουσία αιώνιος, ήτις ου παρελεύσεται, και η βασιλεία αυτού ου διαφθαρήσεται” (Δανιήλ 7/ζ: 14).».
Στον αρχαίο κόσμο, ήταν σύνηθες ο πατέρας βασιλιάς να στέλνει τον γιο του να νικήσει έναν πόλεμο, και να αποκαταστήσει το Βασίλειό τους σε κάποια περιοχή που βρίσκεται υπό ξένη διοίκηση. Ήταν όμως επίσης σύνηθες, όταν ο γιος νικούσε, να αυτοανακηρύσσεται Βασιλιάς της περιοχής εκείνης, και να αξιώνει το βασίλειο άμεσα από τον ίδιο του τον Πατέρα. Μέχρι και οι "θεοί" των αρχαίων κατά τους μύθους τους, άρπαζαν την εξουσία του πατέρα τους, όπως ο Δίας του Κρόνου κλπ. Όμως εδώ αυτό ακριβώς θέλει να εξηγήσει ο Παύλος. Ότι με τον Χριστό δεν συμβαίνει αυτό. Ο Χριστός θα προσφέρει τη νίκη αυτή στον Πατέρα Του, και δεν θα καταχρασθεί τη νίκη μόνο για το δικό του πρόσωπο. Αλλά ολόκληρη η Αγία Τριάδα "θα γίνει ο Θεός τα πάντα εν πάσι". Και έτσι "η εξουσία του Χριστού δεν θα παρέλθει, και η βασιλεία Του δεν θα διαφθαρεί" (Δανιήλ 7/ζ: 14).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου