Του Σεβ. Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγ. Βλασσίου Ιερόθεου Βλάχου
Η πραγματική θεολογία δεν είναι καρπός συγκεντρώσεως υλικού αλλά εκφάνσεως του Παναγίου Πνεύματος. Όταν ο νους του ανθρώπου καθαρθή, τότε ελλάμπεται και, αν ο άνθρωπος διαθέτη χωρητικότητα νοός, δηλαδή σοφία, τότε μπορεί να θεολογήση. Γι’ αυτό λέμε ότι όλη η ζωή και αυτό το σώμα του ανθρώπου είναι θεολογία. Ο άνθρωπος καθαρθείς γίνεται ολόκληρος μια θεολογία. Βέβαια μερικές φορές οι άγιοι Πατέρες χρησιμοποιούσαν προγενεστέρους τους Πατέρας όχι γιατί δεν είχαν οι ίδιοι πείρα, αλλά για να βεβαιώσουν αυτήν την πείρα και μάλιστα σε εποχή που υπήρχαν άνθρωποι που την ηρνούντο.
Δια της καθάρσεως του νου επιτυγχάνεται και η πραγματική γνώση του εαυτού μας. Ο φιλόσοφος Βαρλαάμ ισχυριζόταν ότι η αγιότης και η τελειότης είναι αδύνατον να ευρεθούν «άνευ διαιρέσεως και συλλογισμού και αναλύσεως», γι’ αυτό συνιστούσε ότι εκείνος που επιθυμεί να αποκτήση την τελειότητα και αγιότητα είναι αναγκαίο να διδαχθή «τας διαιρετικάς και συλλογιστικάς και αναλυτικάς μεθόδους». Αλλά ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αντικρούει αυτήν την άποψη που είναι «Στωϊκών τε και Πυθαγορείων αίρεσις». Εμείς οι Χριστιανοί, διδάσκει ο άγιος Γρηγόριος, δεν θεωρούμε αληθινή γνώση αυτή που βρίσκεται με λόγους και συλλογισμούς, «αλλά την δι’ έργων τε και βίου αποδεικνυμένην ή και μη μόνον αληθής, αλλά και ασφαλής εστι και απερίτρεπτος». Στην συνέχεια λέγει ότι δεν μπορεί κανείς ούτε τον εαυτό του να γνωρίση με διαιρετικές, συλλογιστικές και αναλυτικές μεθόδους, αν δεν καταστήση τον νου του «άτυφον και απόνηρον» με την επίπονη μετάνοια και σύντονη άσκηση. Όποιος δεν καταστήση τον νου του άτυφο και απόνηρο, δηλαδή όποιος δεν καθαρίση τον νου του, δεν πρόκειται να αποκτήση την γνώση της πτωχείας του, που είναι ωφέλιμος αρχή της γνώσεως του εαυτού του.
Το χωρίο αυτό είναι σημαντικότατο. Γιατί πολλοί σήμερα διδάσκουν ότι ο άνθρωπος μπορεί να έλθη σε γνώση του εαυτού του με την αυτοανάλυση και ψυχανάλυση. Αλλ’ αυτό είναι πλάνη και μπορεί να οδηγήση τον άνθρωπο σε φρικτά αποτελέσματα. Όταν κανείς αυτοαναλύεται τότε το πιθανότερο είναι να καταλήξη στην σχιζοφρένεια. Η ασκητική μέθοδος είναι απλή. Επιδιώκουμε, με τους τρόπους που διαγράψαμε προηγουμένως, δηλαδή με την τήρηση του νου, με την κάθαρση και την επιστροφή του στην καρδιά δια της μετανοίας και της νοεράς προσευχής, με την τήρηση των εντολών του Χριστού, να τον ελευθερώσουμε από τις εικόνες και την αιχμαλωσία του στα αισθητά πράγματα και έτσι επιστρέφοντας στην καρδιά να δη την ερήμωσή του την εσωτερική. Η γνώση του εαυτού μας γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. Μόνον όταν η Χάρη του Θεού με την δική μας εργασία φωτίση την ψυχήν, γνωρίζουμε κάθε λεπτομέρεια το είναι μας με ακρίβεια. Γι’ αυτό η θεραπεία του νου μας φανερώνει την ύπαρξη των παθών, οπότε, φωτιζόμενοι από το Άγιο Πνεύμα και ενδυναμούμενοι από Αυτό, μπορούμε να πολεμήσουμε εναντίον τους.
Ο νους όταν θεραπευθή παραμένει αφάνταστος και αθήλυντος, δηλαδή καθαρός και ελεύθερος από φαντασίες, και ανώτερος από κάθε σαρκική επιθυμία.
Άλλος καρπός της θεραπείας του νου είναι η ελευθερία. Προηγουμένως ήταν αιχμάλωτος, τώρα ελευθερώνεται και «προς τα ουράνια ως προς οικεία πορεύεται, αγαλλομένω ποδί». Ελευθερωθείς από τα πάθη, ό,τι κι αν πράξη λογίζεται δώρο καθαρό στον Θεό.
Όταν ο νους απαλλαγή από τα πάθη τα οποία συνιστούν την νέκρωσή του, ανίσταται. Έτσι γίνεται λόγος για την ανάσταση του νου. Ο Νικήτας ο Στηθάτος προσαρμόζει το θαύμα της αναστάσεως του Λαζάρου στην ανάσταση του νεκρού νου. Όπως ο Λάζαρος απέθανε, έτσι και ο νους αποθνήσκει υπό της αμαρτίας και θάπτεται. Όπως ο Χριστός έρχεται στην Βηθανία για να εξαναστήση τον Λάζαρο, έτσι έρχεται στον νεκρό νου για να τον αναστήση από την φθορά των παθών. Και όπως οι αδελφές του Λαζάρου, Μάρθα και Μαρία, Τον προϋπήντησαν κλαίουσαι και θρηνούσαι, έτσι «η φρόνησις και η δικαιοσύνη τη λύπη βεβαπτισμέναι της νεκρώσεως του νοός, οία δη θρηνούσαι προσυπαντώσιν αυτώ». Η δικαιοσύνη είναι η κακοπάθεια και η εργασία η πνευματική, ενώ η φρόνηση είναι η νοερά εργασία και η θεωρία.
Τον συσχετισμό αυτόν μεταξύ των δύο θαυμάτων, δηλαδή της αναστάσεως του Λαζάρου και της αναστάσεως του νεκρωθέντος νου, τον συναντούμε και σε πολλά τροπάρια της ορθόδοξου υμνογραφίας μας. Θα ήθελα να αναφέρω δύο απ’ αυτά. «Θεωρίαν και πράξιν, ώσπερ συζεύξαντες, προς Χριστόν ικεσίαν, εκπέμψαι σπεύσωμεν∙ τον τεθαμμένον ημών νουν, ως άλλον Λάζαρον νεκρόν, όπως ζωώση τη αυτού, επιστασία τη φρικτή, βαΐα δικαιοσύνης, αυτώ προσφέρειν και κράζειν∙ Ευλογημένος ει ο ερχόμενος». Στο τροπάριο αυτό φαίνεται ότι πράξη είναι η Μάρθα και θεωρία είναι η Μαρία, δια των οποίων παρακαλείται ο Χριστός να αναστήση τον νεκρωθέντα νου.
«Μάρθαν και την Μαρίαν πιστοί, εκμιμησάμενοι προς Κύριον πέμψωμεν, ως πρέσβεις, πράξεις, όπως ελθών τον ημών, νουν εξαναστήση, νεκρόν κείμενον, δεινώς εν τω μνήματι, αμελείας αναίσθητον, φόβου του θείου, μηδαμώς αισθανόμενον, και ενέργειαν ζωτικήν νυν μη έχοντα, κράζοντες∙ Ίδε Κύριε, και ώσπερ τον φίλον σου, Λάζαρον πάλαι Οικτίρμον, επιστασία εξήγειρας, φρικτή, ούτω πάντας, ζωοποίησον παρέχων το μέγα έλεος». Ο νους βρίσκεται νεκρός στο μνήμα και δεν έχει ζωτική ενέργεια, γι’ αυτό προτρεπόμαστε να στείλωμε στον Χριστό την Μάρθα και την Μαρία, δηλαδή τις πράξεις, για να τον εξαναστήση. Ο νους του εγκρατούς (αναστημένος νους) γίνεται ναός του Αγίου Πνεύματος.
Σ’ αυτήν την κατάσταση ο καθαρός νους ελλάμπεται και υφίσταται την αρπαγή. Θέλγεται από την θεωρία του Θεού και αδολεσχεί με τον Κύριο. Βέβαια οι άγιοι Πατέρες, όταν ομιλούν για την αρπαγή και την έκσταση του νου, δεν θεωρούν ότι ο νους εξέρχεται από το σώμα, όπως γινόταν στην Πυθία, αλλά ότι ελευθερώνεται από το σαρκικό και κοσμικό φρόνημα και προσφέρεται προς τον Θεό, ενώ δεν χάνει την αίσθηση του κόσμου. Εκείνος που έχει αδιάλειπτη προσευχή ζη την έκσταση του νου. Αυτή η έκσταση αποκαλείται αρπαγή και είναι ένα είδος θεωρίας Θεού.
Ο καθαρός νους ελλάμπεται, φωτίζεται. Στο σημείο αυτό θεωρούμε απαραίτητο να αναφερθούμε στο φως αυτό και ιδιαίτερα στο φως του νου, γιατί γίνεται λόγος στα πατερικά έργα.
Ο άγιος Διάδοχος ο Φωτικής αναφέρεται σ’ αυτό το φως του νου. Σε ένα κεφάλαιό του, γνώστης όλης της μυστικής θεολογίας, λέγει ότι «ο νους, όταν άρξηται πυκνώς υπό του θείου φωτός ενεργείσθαι, διαφανής τις όλος γίνεται, ώστε το εαυτού φως αυτό πλουσίως οράν, ου δει αμφιβάλλειν». Σημειώνει όμως ότι βλέπει ο άνθρωπος το φως του νου, όταν ενεργήται υπό του θείου φωτός και όταν απαλλαγή από τα πάθη, «όταν η δύναμις της ψυχής κατακυριεύση των παθών». Επίσης σε άλλο σημείο λέγει ότι όσοι «τούτο το άγιον και ένδοξον όνομα εν τω βάθει αυτών μελετώσιν απαύστως της καρδίας, ούτοι και το φως αυτών του νου δύνανται οράν ποτε».
Την διδασκαλία αυτή του αγίου Διαδόχου ενστερνίζονται και οι Κάλλιστος – Ιγνάτιος Ξανθόπουλοι.
Ο δε όσιος Νείλος ο ασκητής διδάσκει ότι «ο του Θεού Άγγελος επιστάς, λόγω μόνω άπασαν την αντικειμενικήν ενέργειαν παύει εξ ημών και κινεί το φως του νου απλανώς ενεργείν».
Ο νους είναι κατ’ εικόνα Θεού. Και εφ’ όσον ο Θεός είναι φως και ο νους έχει φως. Με αυτήν την έννοια λέγεται από τους αγίους ότι μπορεί ο άνθρωπος να δη το φως του νοός του. Αλλά αυτά συμβαίνουν στον φυσικό άνθρωπο, ενώ στον πεπτωκότα αμαυρούται ο νους του, σκοτίζεται και καλύπτεται από τα πάθη. Όταν όμως ελευθερωθή από τα πάθη και φωτισθή από τον Θεό, τότε μπορεί ο άνθρωπος, κατά τον καιρό της προσευχής, να δη το φως του νοός του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σε πολλά σημεία του έργου του «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων» αναφέρεται στο θέμα αυτό. Παρουσιάζοντας διαφόρους λόγους αγίων, καταλήγει: «Συνήκας, αδελφέ, σαφώς ότι νους παθών απαλλαγείς ως φως αυτός εαυτόν κατά την προσευχήν ορά και θείω περιλάμπεται φωτί;». Βέβαια, ο «νους αυτός εαυτόν ορών, ως φως ορά», αλλά συνεχίζει ο άγιος ότι «τοιαύτη δε εστι πάσα νοερά κεκαθαρμένη φύσις, το της κακίας ουκ επιφερομένη κάλυμμα». Όταν δεν φέρη το κάλυμμα της κακίας, τότε «αυτός ως φως οράται νοερόν». Η όραση σε αυτή του φωτός του νου γίνεται με την ενέργεια του Παναγίου Πνεύματος. «Ο νους καθαρθείς και φωτισθείς και της του Θεού χάριτος τρανώς εν μεθέξει γεγονώς», μεταλαμβάνει και άλλων μυστικών θεωρημάτων «αλλά και εαυτόν ορών ως άλλο μεν ορά, αλλ’ ουκ εις άλλο και ου την ιδίαν απλώς εικόνα καθορά, αλλά την εμμορφωθείσαν τη ιδία εικόνι υπό της χάριτος του Θεού λαμπρότητα...».
Με αυτήν την διδασκαλία του αγίου φαίνεται ότι ο καθαρθείς νους δεν βλέπει την δική του εικόνα, αλλά την λαμπρότητα την μορφωθείσα υπό της Χάριτος του Θεού στην εικόνα του. Οι άγιοι βλέπουν αυτήν την εικόνα μεταμορφούμενοι από δόξης εις δόξαν, «τη περιουσία δηλαδή της εν ημίν λαμπρότητος, υπό του θεϊκού φωτός προϊούσης επί το τηλαυγέστερον αεί». Όπως η κατ’ αίσθησιν θέα δεν μπορεί να γίνη ενεργός, αν δεν λάμψη επάνω της απ’ έξω το φως έτσι ο νους δεν θα μπορούσε να δη με την νοερά αίσθησή του, αν δεν τον περιλάμψη το θείο Φως.
Συνοπτικά μπορούμε να πούμε ότι, κατά την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου, ο νους είναι μεν, ως κατ’ εικόνα Θεού, φως, αλλά με τα πάθη σκοτίζεται. Μόνον όταν λάμψη το θείο Φως και καθαρισθή ο νους τότε μπορεί να δη, όχι απλώς το δικό του φως, αλλά την λαμπρότητα που μορφώνεται στην εικόνα του από την Χάρη του Θεού. Γιατί αυτή καθ’ εαυτή η κατ’ αίσθησιν όραση δεν μπορεί να βοηθήση σε τίποτε τον άνθρωπο αν δεν υπάρχη και το αισθητό φως. Το ίδιο συμβαίνει με την όραση του θείου Φωτός μέσα στο νου του ανθρώπου. Και όλη αυτήν τη διδασκαλία ανέπτυξε ο άγιος γιατί ο φιλόσοφος Βαρλαάμ υποστήριζε ότι με την ανθρώπινη γνώση, την επεξεργασία της ανθρωπίνης σκέψεως, μπορεί κανείς να δη τον Θεό και να αποκτήση γνώση Θεού. Αλλά αυτό είναι εντελώς εσφαλμένο.
Ο αρχιμ. Σωφρόνιος στο έργο του «Γέρων Σιλουανός» γράφει σχετικά με το φυσικό αυτό φως του νοός: «Φθάνων «μέχρι συντελείας φωτός μετά σκότους» (Ιώβ κστ’ 10), ο άνθρωπος θεάζεται την νοεράν του ωραιότητα, την οποίαν πολλοί εξέλαβον ως Θεότητα. Το θεώμενον φως είναι φως, ουχί όπως εκείνο το Φως το Αληθινόν, εν ω σκοτία ουκ εστιν ουδεμία, αλλά το φυσικόν φως του νοός, του κατ’ εικόνα Θεού κτισθέντος ανθρώπου.
Τούτο το φως του νοός, υπερέχον κατ’ αξίαν του φωτός πάσης άλλης εμπειρικής γνώσεως, βασίμως δύναται να κληθή σκότος, διότι είναι το «κενόν» της απεκδύσεως, και Θεός εν εαυτώ ουκ έστι. Και ίσως εις αυτήν την περίπτωσιν, παρά εις κάθε άλλην, αρμόζει να μνησθώμεν των λόγων του Κυρίου: «Σκόπει ουν, μη το φως το εν σοι σκότος εστίν» (Λουκ. ια’ 35). Όντως, η πρώτη κοσμική προϊστορική καταστροφή, η πτώσις του Εωσφόρου, υιού της πρωΐας, γενομένου πρίγκηπος του σκότους ήτο αποτέλεσμα αυτερωτικής θεωρίας της ωραιότητός του, θεωρίας, ήτις κατέληξεν εις αυτοθέωσιν». Σε άλλο σημείο ο ίδιος γράφει σχετικά γι’ αυτό το φυσικό φως, που είναι ο γνόφος της απεκδύσεως: «Εάν ζητήσωμεν ορισμόν της πνευματικής «θέσεως» του γνόφου αυτού, δυνάμεθα να είπωμεν, ότι ίσταται εις τα σύνορα της θεωρίας του φωτός. Όταν όμως η εργασία της νοεράς προσευχής τελήται άνευ της βαθείας μετανοίας και της προς τον Θεόν εφέσεως, τότε η γυμνή από όλας τας παραστάσεις ψυχή δύναται να διαμείνη δι’ εν απροσδιόριστον χρονικόν διάστημα, μέσα εις τον γνόφον αυτόν, χωρίς να βλέπη τον Θεόν, διότι εν τω γνόφω τούτω καθ’ εαυτόν, ο Θεός δεν εμφανίζεται.
Διαμένων εν τω νόμω της απεκδύσεως από παντός ορατού και νοητού, ο νους δοκιμάζει ιδιόμορφον τερπνότητα και ανάπαυσιν, και εάν τότε στραφή πως εφ’ εαυτόν δύναται να αισθανθή ομοίωσίν τινα φωτός∙ τούτο όμως δε είναι το άκτιστον φως της Θεότητος, αλλά φυσικόν ιδίωμα του νοός, κτισθέντος κατ’ εικόνα του Πρώτου Νοός, τουτέστι Θεού.
Ως έξοδος πέραν των ορίων του χρόνου, η θεωρία αύτη δυνατόν να πλησιάση τον νουν προς διαίσθησιν της αχρόνου διαστάσεως, και ποιεί τον άνθρωπον κάτοχον νέας γνώσεως. Αλλοίμονον όμως εις εκείνον, όστις την σοφίαν ταύτην εκλαμβάνει ως γνώσιν του αληθινού Θεού, και την θεωρίαν ταύτην ως μετοχήν εις την θείαν ύπαρξιν. Αλλοίμονον, διότι, εν τοιαύτη περιπτώσει, ο γνόφος της απεκδύσεως, ιστάμενος επί των ορίων της αληθούς θεοπτίας, αποβαίνει αδιαπέραστον κάλυμμα της Θεότητος και μεσότειχον, χωρίζον εκ του Θεού περισσότερον ή τα βάναυσα και υλώδη πάθη, ή ο σκοτισμός των φανερών δαιμονικών υποβολών, ή η συσκότισις εκ της απωλείας της χάριτος ή της εγκαταλείψεως. Αλλοίμονον, διότι θα επρόκειτο περί απάτης, «πλάνης». Εν τω γνόφω της απεκδύσεως δεν είναι ακόμη ο Θεός. Ο Θεός εμφανίζεται εν τω φωτί και ως Φως, και εισάγει τον άνθρωπον εις το άδυτον φως της Θείας υπάρξεως».
Είναι δύσκολο σε μας να κάνουμε σύγκριση μεταξύ των κειμένων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και του αρχιμ. Σωφρονίου σχετικά με το φως του νοός, γιατί δεν έχουμε σχετική πείρα. Ενώ εξωτερικά φαίνεται ότι υπάρχουν διαφορές, εν τούτοις πιστεύουμε ότι η διαφορά είναι μάλλον λεκτική. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι και οι δυο Πατέρες έχουν εμπειρία αυτών των καταστάσεων και εκφράζουν μια διαφορετική πτυχή της εμπειρίας αυτής. Έχουμε την αίσθηση, χωρίς να είμαστε απόλυτα βέβαιοι, ότι ο αρχιμ. Σωφρόνιος αναφέρεται περισσότερο στην λογική την οποία ο άνθρωπος θεοποιεί και αυτοερωτεύεται. Γι’ αυτό τονίζει επιγραμματικά ότι αυτός ο γνόφος της απεκδύσεως αποτελεί «αδιαπέραστον κάλυμμα της Θεότητος και μεσότειχον», που χωρίζει περισσότερο τον άνθρωπο από τον Θεό από ό,τι τα πάθη, ο σκοτασμός των δαιμονικών προσβολών, η εγκατάλειψη του Θεού. Στην πραγματικότητα αυτό το φως του νου είναι γνόφος και σκότος, και σ’ αυτό συμφωνεί απόλυτα με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, όπως επίσης συμφωνεί απόλυτα με την διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου ότι η θεωρία του Θεού είναι καθαρά ενέργεια του Θεού στον άνθρωπο. «... η θεωρία του Ακτίστου Θείου Φωτός είναι αδύνατος, εκτός εάν δεν ευρίσκηταί τις εις κατάστασιν φωτισμού δια της χάριτος, κατάστασιν, δυνάμει της οποίας η πράξις της θεωρίας καθ’ εαυτήν είναι προ παντός άλλου κοινωνία μετά του Ζώντος Θεού, μετοχή της Θείας Ζωής». Προσωπικά δεν μπορούμε να βρούμε διαφωνία μεταξύ των δύο αυτών αυτοπτών μαρτύρων. Απλώς εκφράζονται με διαφορετικούς λόγους, έχοντες υπ’ όψη διαφορετικές αντιλήψεις τις οποίες θέλουν να αντικρούσουν.
Πάντως είναι γεγονός ότι, όταν ο νους του ανθρώπου γίνεται ένα πνεύμα μετά του Κυρίου, «ούτω τα πνευματικά τρανώς ορά». Η απάθεια του νου τον οδηγεί στην θεωρία των όντων. Ο νους ελευθερωθείς από τα πάθη και αδιαλείπτως καταλαμπόμενος με τις θεωρίες των όντων γίνεται φωτοειδής.
Ο νους θεραπευθείς αξιώνεται και της θεωρίας του Θεού. Φυσικά δεν βλέπει την ουσία του Θεού, αλλά την ενέργειά Του.. Οι άγιοι, όταν βλέπουν το Φως, «ορώσι δ’ ηνίκα τύχωσι της θεουργού κοινωνίας του πνεύματος», δηλαδή οσάκις ενωθούν με τον Θεό, βλέπουν το ένδυμα της θεώσεως τους, «του νου δοξαζομένου και της υπερκάλου πληρουμένου αγλαΐας υπό της του λόγου χάριτος». Ο νους δοξάζεται και γεμίζει από την υπέρκαλο αγλαΐα, από την θεία Χάρη. Έτσι ο νους δοξάζεται.
Τότε αναπτύσσεται μέσα στον νου η πνευματική ηδονή, γιατί «διανοιγόμενος ο νους περί την των νοητών θεωρίαν, δυσαπόσπαστον έχει την περί αυτά ηδονή». Ενούμενος με τον Θεό γίνεται σοφός και αγαθός και δυνατός και φιλάνθρωπος και ελεήμων και μακρόθυμος και γενικά «πάντα σχεδόν τα θεία ιδιώματα εν εαυτώ περιφέρει», ενώ όταν ο νους αναχωρή από τον Θεό «ή κτηνώδης γίνεται, φιλήδονος γεγονώς, ή θηριώδης, δια ταύτα τοις ανθρώποις μαχόμενος».
Η θεραπεία του νου έχει σαν συνέπεια να θεραπεύεται και το σώμα. Φυσικά όταν λέμε πως το σώμα θεραπεύεται δεν εννοούμε ότι απαλλάσσεται από τις ασθένειες, αν και αυτό ως ένα σημείο μπορεί να επιτευχθή. Λέμε ως ένα σημείο γιατί πολλές ασθένειες, κυρίως νευρικής φύσεως, προέρχονται από την νέκρωση του νοός, αλλά κυρίως απαλλάσσεται από τα σωματικά πάθη. Ο άγιος Μάξιμος λέγει ότι «όταν βλέπης τον νουν σου ευσεβώς και δικαίως αναστρεφόμενον εν τοις του κόσμου νοήμασι, γίνωσκε και το σώμα σου καθαρόν και αναμάρτητον διαμένειν». Ο νους που αδολεσχεί στα θεία διατηρεί και το σώμα καθαρό από τα λεγόμενα σωματικά πάθη. Πρώτα ο νους είναι δεκτικός του αρραβώνος των μελλόντων αγαθών, έπειτα ανατείνει προς τον πρώτο νου και αγιαζόμενος «αυτός τε και δι’ αυτού το συνημμένον σώμα προς το θειότερον μετασκευάζεται», δηλαδή μεταμορφώνει το σώμα που είναι συνημμένο μαζί του και έτσι προοιμιάζεται και αυτό την «επί του μέλλοντος αιώνος της σαρκός κατάποσιν». Αφού και το σώμα θα γευθή των αιωνίων αγαθών είναι απαραίτητο και αυτό να προετοιμασθή από την ζωή αυτήν.
Όλοι οι άγιοι, οι οποίοι διάγουν αυτήν την ζωή, ακολουθούν την ίδια μέθοδο θεραπείας και καθάρσεως του νου και έτσι αποκτούν την ίδια διδασκαλία. Πιστεύουμε ότι οι άγιοι δεν έχουν ιδιαίτερες απόψεις, δεν έχουν διαφορετική δογματική τοποθέτηση. Αφού έχουν την ίδια εμπειρία, έχουν την ίδια διδασκαλία. Αν σε μερικά σημεία βλέπουμε διαφορά, αυτό είναι γιατί εμείς ερμηνεύουμε τις διδασκαλίες τους με εσφαλμένες προϋποθέσεις. Αν προσπαθήσουμε να δούμε την διαφορετική έκφραση κάθε αγίου, αφού, αν και έχουν όλοι την γνώση του Θεού, εν τούτοις δεν έχουν την ίδια σοφία, αν προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε την πραγματική έννοια κάθε λέξεως, δεν θα βρούμε διαφορετικές διδασκαλίες. Στην πραγματικότητα εμείς είμαστε αποσπασματικοί και άπειροι στα πνευματικά θέματα, αποκεκομμένοι από την ζωντανή παράδοση της Εκκλησίας και γι’ αυτό βλέπουμε διαφορές στους αγίους Πατέρας.
Ο Απόστολος Παύλος γράφει: «ήτε δε κατηρτισμένοι εν τω αυτώ νοΐ και εν τη αυτή γνώμη» (Α’ Κορ. α’, 10). Οι άγιοι φρονούν τα ίδια. Και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς τονίζει ότι «κοινή μεν ουν αύτη πάσι τοις εις Χριστόν πεπιστευκόσιν υπέρ έννοιαν γνώσις».
Όσα ανεφέρθησαν φανερώνουν ότι ο νους δεχόμενος την ενέργεια των παθών νοσεί, ασθενεί, νεκρούται, χάνει την φυσικήν κατάσταση και χρειάζεται θεραπεία. Η ορθόδοξη ασκητική μέθοδος περιγράφει τους τρόπους της θεραπείας του νου. Είναι απαραίτητη αυτή η θεραπεία, γιατί τότε ο νους καθαίρεται, γνωρίζει τον Θεό, αποκτά γνώση Θεού και αυτή η γνώση συνιστά την σωτηρία του ανθρώπου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου