ΠΙΣΤΕΥΩ ΣΤΟΝ ΕΝΑ ΚΑΙ ΜΟΝΑΔΙΚΟ ΘΕΟ. ΑΥΤΩ Η ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΕΙΣ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΩΝ. ΑΜΗΝ

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

ΔΙΑΤΕΛΕΣΑΝΤΕΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΑΙ

Ο μακαριστος Ιεζεκιηλ

Ὁ ἀείμνηστος Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος Ἰεζεκιήλ γεννήθηκε στήν Καλαμάτα τήν 4η Ὀκτωβρίου 1874 καί, κατά κόσμον, ὀνομαζόταν Παναγιώτης Φ. Στροῦμπος. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές ἀνέλαβε τή διεύθυνση τῶν ἐμπορικῶν ἐπιχειρήσεων τοῦ πατέρα του καί γιά ἐμπορικούς λόγους ἐπισκέφθηκε τή Ρωσία, τή Ρουμανία καί τή Τουρκία.

Πνεῦμα ὅμως ζωηρό καί ἀνήσυχο ὁ Παναγιώτης Στροῦμπος, παράλληλα μέ τό ἐμπόριο, ἀσχολοῦνταν μέ τά γράμματα καί τή δημοσιογραφία, δημοσιεύοντας ἀνταποκρίσεις καί ἄρθρα στίς ἀθηναϊκές ἐφημερίδες «Παλλιγγενεσία», «Καιροί», «Ἀνατολή» κ.α.. Ἐπίσης ἐγγράφεται στή Θεολογική Σχολή καί τή Νομική του Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τό 1905 παίρνει τό πτυχίο καί τῶν δύο Σχολῶν. Κατόπιν ἐκάρη μοναχός στήν Ἱερά Μονή Βελανιδιᾶς Καλαμάτας ἀπό τόν Μητροπολίτη Μεσσηνίας Μελέτιο καί πῆρε τό ὄνομα Ἰεζεκιήλ Βελανιδιώτης. Στή συνέχεια χειροτονεῖται διάκονος καί πρεσβύτερος (Ἀρχιμανδρίτης) καί ἀναλαμβάνει προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ Χρυσοσπηλιώτισσας Αἰόλου, στήν Ἀθήνα. Ἀργότερα κατά τήν παραμονή του στήν Τεργέστη τῆς Ἰταλίας ἀναλαμβάνει προϊστάμενος τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς ἐκεῖ ἑλληνικῆς κοινότητας.

Κατά τόν Ἅ΄ παγκόσμιο πόλεμο ἦρθε στήν Ἑλλάδα καί ὑπηρέτησε ὡς ἐθελοντής στρατιωτικός ἱεροκήρυκας καί ἔλαβε μέρος στίς ἐκστρατεῖες τῆς Σερβίας καί Μικρᾶς Ἀσίας μέ ἀποτέλεσμα νά τραυματιστεῖ. Γιά τό λόγο αὐτό τιμήθηκε μέ τόν πολεμικό σταυρό ἀνδρείας Β' τάξεως, μέ τό μετάλλιο στρατιωτικῆς ἀξίας Δ' τάξεως καί μέ τόν ἀργυρό σταυρό τοῦ Σωτῆρος.

Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1924 ἐξελέγη Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος. Στή Μητρόπολη αὐτή ἀνέπτυξε πλούσια θρησκευτική, κοινωνική, πνευματική κ.λπ. δράση. Ἵδρυσε στήν Καρδίτσα τό φιλόπτωχο ταμεῖο «Ἅγιος Σεραφείμ» μέ σκοπό τήν παροχή βοήθειας σέ ἀπόρους, τή χορηγία συσσιτίων σέ φτωχούς, τήν προικοδότηση ἀπόρων κοριτσιῶν κ.λπ. Ἵδρυσε ἐπίσης τήν ταπητουργική σχολή Καρδίτσας, τό σύλλογο Λαϊκῆς Βιβλιοθήκης «Ἡ Ἀθηνᾶ», τό παλαιό νοσοκομεῖο Καρδίτσας σέ οἰκόπεδο τῆς ἱερᾶς μονῆς Κορώνας, τό Σανατόριο καί τίς παιδικές κατασκηνώσεις.

Ὅπως καί πρῶτα ὡς λαϊκός, ἔτσι καί τώρα ὡς ποιμενάρχης συγγράφει καί δημοσιεύει σέ περιοδικά καί ἐφημερίδες πλῆθος μελετῶν καί ἄρθρων ἐπί ἱστορικῶν, θεολογικῶν, κοινωνικῶν, νομικῶν κ.α. θεμάτων, τά περισσότερα ἀπό τά ὁποία συγκεντρώθηκαν καί ἐκδόθηκαν σέ τέσσερις τόμους, μέ τίτλο «Ἔργα καί Ἡμέραι».

Ἐξεδήμησε εἰς Κύριον τό Σεπτέμβριο τοῦ 1953, ἀφοῦ εἶχε ὑποβάλει τήν παραίτηση τοῦ δύο χρόνια περίπου νωρίτερα, ὑπέρ τοῦ Μητροπολίτου Ζιχνῶν Κυρίλλου, ὁ ὁποῖος εἶχε διατελέσει Πρωτοσύγκελλός του.

Ο μακαριστός Κύριλλος

Γεννήθηκε στήν Καλαμάτα τό 1901. Τό κοσμικό του ὄνομα ἦταν Γεώργιος Καρμπαλιώτης. Μετά τίς γυμνασιακές του σπουδές μετέβη στήν ἱερά μονή τοῦ Ἁγίου Παύλου στό Ἅγιον Ὅρος ὅπου καί ἐκάρη μοναχός. Ἀκολούθως γράφτηκε στήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν παρακολουθώντας παράλληλα καί παιδαγωγικά μαθήματα στή Φιλοσοφική Σχολή τοῦ ἴδιου Πανεπιστημίου. Μετά τή λήψη τοῦ πτυχίου τοῦ διορίζεται Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων καί παραμένει ἕως τό ἔτος 1933 ὅταν μετατίθεται ὡς Ἱεροκήρυκας στή Ἱερά Μητρόπολη Μεσσηνίας. Τό 1934 μετατίθεται στήν Στρατιωτική Σχολή Εὐελπίδων στήν ὁποία καί παρέμεινε μέχρι τό 1942 ὅταν καί ἐξελέγη Μητροπολίτης Παραμυθίας. Δέν μετέβη ὅμως ποτέ στήν Μητρόπολή του λόγω τῆς ἐμπόλεμης κατάστασης. Τό 1943 μετατίθεται στή Μητρόπολη Ζιχνῶν γιά νά παραμείνει ἐκεῖ ἕως τό 1951.

Στίς 25 Σεπτεμβρίου 1951 μετατίθεται στήν Ἱερά Μητρόπολη Θεσσαλιώτιδος στή θέση τοῦ μακαριστοῦ Μητροπολίτου Ἰεζεκιήλ. Ἀνέπτυξε πλούσιο ποιμαντικό καί ἱεραποστολικό ἔργο, ἐνῶ ἡ συμβολή τοῦ Μητροπολίτου στήν ἀντιμετώπιση τῶν καταστρεπτικῶν σεισμῶν τοῦ 1954 πού ἔπληξαν τήν Καρδίτσα ἀλλά καί τήν εὐρύτερη περιοχή ἦταν ἀποτελεσματική. Γι’ αὐτό τό λόγο ἀπέσπασε ἀπό τήν ἑλληνική πολιτεία τά συγχαρητήρια καί τόν δημόσιο ἔπαινο ἐνῶ ἡ ἑλλαδική Ἐκκλησία τόν τίμησε κι αὐτή μέ τόν δικό της τρόπο. Ὑποστήριξε τά «Θεσσαλικά Γράμματα» καί ὑπῆρξε συνεργάτης τῆς Ἱστορικῆς καί Λαογραφικῆς Ἑταιρείας τῶν Θεσσαλῶν καί τῆς Λαϊκῆς Βιβλιοθήκης Καρδίτσας. Ποιμενάρχης τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων παρέμεινε ἕως τό 1967.

Ο μακαριστοσ Κωνσταντίνος

Ὁ μακαριστός Κωνσταντῖνος (κατά κόσμον Σακελλαρόπουλος) γεννήθηκε τό 1918 στά Δουμενά Καλαβρύτων. Σπούδασε στή Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν (κατέστη πτυχιοῦχος τό 1948) καί στή Σχολή Ἱεροκηρύκων τῆς Ἀποστολικῆς Διακονίας. Στίς τάξεις τοῦ ἱεροῦ Κλήρου εἰσῆλθε τό 1950. Ὑπηρέτησε ὡς ἱεροκῆρυξ Ἱερῶν Μητροπόλεων. Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων ἐξελέγη τό 1968 καί διετέλεσε σ’ αὐτήν τή θέση μέχρι τό 1974. Ἀνέπτυξε πλούσιο φιλανθρωπικό καί ἱεραποστολικό ἔργο.

Ο μακαριστος Κλεοπας

Γεννήθηκε στήν Ἀττάλεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό 1913. Ἀποφοίτησε ἀπό τήν Θεολογική Σχολή τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν τό 1950. Διάκονος χειροτονήθηκε τό 1937 καί πρεσβύτερος τό 1945. Ὑπηρέτησε ὡς ἐφημέριος στίς Ἱερές Μητροπόλεις Ἀττικῆς καί Μεγαρίδος, Δημητριάδος, Μαρωνείας, καί Φθιώτιδος. Τό 1951 ὑπηρέτησε ὡς Ἱεροκῆρυξ στήν Ἱερά Μητρόπολη Μεσσηνίας καί ὡς Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Τρίκκης καί Σταγών ἀπό τό 1952 ἕως 1958. Διετέλεσε Καθηγητής στίς Ἐκκλησιαστικές Σχολές Καλαμάτας καί Τρικάλων. Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος ἐξελέγη τό 1974. Ἐκοιμήθη στίς 5 Σεπτεμβρίου 1999.

Ὁ μητροπολίτης Βρεσθένης κ. Θεόκλητος (κατά κόσμον Θεόδωρος) Κουμαριανός γεννήθηκε τό 1953 στόν Βόλο. Εἶναι πτυχιοῦχος της Ἀνωτέρας Ἐκκλησιαστικῆς Σχολῆς Θεσσαλονίκης καί τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν. Ὁμιλεῖ τήν ἀγγλική γλώσσα. Διετέλεσε Πρωτοσύγκελλος τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δημητριάδος, Διευθυντής τοῦ Οἰκοτροφείου τοῦ Ἐκκλησιαστικοῦ Λυκείου Βόλου, τῆς ἐφημερίδος «Πληροφόρηση», τοῦ Ρ/Σ «Ὀρθόδοξη Μαρτυρία», ὑπεύθυνος τῶν μαθητικῶν κατασκηνώσεων καί Ἐκπρόσωπος Τύπου τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος καί τοῦ Μάκ. Ἀρχιεπισκόπου Ἀθηνῶν καί πάσης Ἑλλάδος κ. Χριστοδούλου. Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος καί Φαναριοφερσάλων ἐξελέγη στίς 14 Ὀκτωβρίου 1999.

Κατά τη διάρκεια της ποιμαντορίας του ανέπτυξε πλούσιο ποιμαντικό, κοινωνικό, φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο. Παραιτήθηκε την 1η Μαρτίου 2005 και εντός του έτους 2006 κατεστάθη μητροπολίτης Βρεσθένης.